προαπαυδάω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
= προαπαγορεύω 1, Hp. Prorrh.1.8(ap.Erot.); μέσφι ἂν -απαυδήσῃ ἀτρ οφίῃ ἡ νοῦσος Aret.CD2.13; εἰ μὴ -απηύδηκε [ἡ δύναμις] Id.CA2.3; π. τῆς ἐπιθυμίας ὁ ζῆλος Plu 2.783e.
German (Pape)
[Seite 707] = προαπαγορεύω; M. Ant. 6, 29; Plut. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
προαπαυδάω: προαπαγορεύω Ι, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3· πρ. τῆς ἐπιθυμίας ὁ ζῆλος Πλούτ. 2. 783Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se fatiguer ou se décourager d'avance.
Étymologie: πρό, ἀπαυδάω.
Russian (Dvoretsky)
προᾰπαυδάω: раньше уставать или ослабевать (προαπαυδᾷ τῆς τῶν ἀναγκαίων ἐπιθυμίας ὁ τῶν καλῶν ζῆλος Plut.).