σιτώνης
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ου, ὁ, (ὠνέομαι) public buyer of corn, an officer in many Greek states, as at Athens, D.18.248, IG22.792.11; at Samos, SIG976.45 (ii B.C.); in Laconia, IG5(1).551.4 (iii A.D.); at Thyatira, IGRom.4.1228.
German (Pape)
[Seite 887] ὁ, Getreidekäufer, Commissär zum Getreideaufkauf; Dem. 18, 248; Plut. X. oratt. p. 262.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτώνης: -ου, ὁ, (ὠνέομαι) ὁ ἀγοράζων σῖτον, ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν ἀγορὰν σίτου, ὑπάλληλος ἐν πολλαῖς Ἑλληνικαῖς πολιτείαις, οἷον ἐν Ἀθήναις, Δημ. 310. 1˙ ἐν Λακωνικῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1370˙ ἐν Θυατείροις, 3490˙ ἐν Ταυρομενίῳ, 5640 Ι. 32, κ. ἀλλ.˙ πρβλ. σιταγέρτης·- σῑτωνέω, εἶμαι σιτώνης, Συλλ. Ἐπιγρ. 1370., 1058Α. 65. ΙΙ. ἔμπορος σίτου, Λιβάν. 4. 164, Γρηγ. Ναζ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
à Athènes commissaire chargé des achats de blé.
Étymologie: σῖτος, ὠνέομαι.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που αγοράζει σιτάρι
2. ονομασία δημόσιου υπαλλήλου σε πολλές ελληνικές πόλεις, του οποίου έργο ήταν η αγορά ποσοτήτων σιτηρών για λογαριασμό του δημοσίου καθώς και η μεταπώλησή τους κατά τρόπο ώστε να υπάρχει επάρκεια και να καλύπτονται οι ανάγκες του πληθυσμού σε αυτό το είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. οιν-ώνης].
Greek Monotonic
σῑτώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), αυτός που αγοράζει σιτηρά, προμηθευτής σιτηρών, σιτιστής, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτώνης -ου, ὁ [σῖτος, ὠνέομαι] officiële graankoper.
Russian (Dvoretsky)
σῑτώνης: ου ὁ (в Афинах) ситон (государственный уполномоченный по закупке хлеба) Dem., Plut.
Middle Liddell
σῑτ-ώνης, ου, ὁ, ὠνέομαι
a buyer of corn, a commissary for buying it, Dem.