ταριχεία

From LSJ
Revision as of 15:04, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρῑχεία Medium diacritics: ταριχεία Low diacritics: ταριχεία Capitals: ΤΑΡΙΧΕΙΑ
Transliteration A: taricheía Transliteration B: taricheia Transliteration C: taricheia Beta Code: tarixei/a

English (LSJ)

lon. ταριχηΐη, ἡ, A preserving, pickling, in plural, εἰς ταριχείας φαῦλοι Arist.HA607b28, cf. Mete.359a16: sg., γογγυλίδας εἰς τ. POxy. 736.5 (i A.D.), cf. Gal.6.745. 2 mummification, PEleph.8.8 (iii B.C.), POxy.40.9 (ii A.D.). 3 maceration, Olymp.Alch.p.69B., al. II Ταριχεῖαι prob. factories for salting fish, Hdt.2.15,113, Str.3.1.8.

German (Pape)

[Seite 1071] ἡ, ion. ταριχηΐη, das Einsalzen, Einpökeln, Einbalsamiren, Luc. Necyom. 15. S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρῑχεία: Ἰων. -ηίη, ἡ, τὸ ταριχεύειν, ταρίχευσις, ἐν τῷ πληθ., εἰς ταριχείας φαῦλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 30, 6, πρβλ. Μετεωρ. 2. 3, 36· εἰς τὰς ταριχείας τῶν νεκρῶν Διόδ. 19. 99. ΙΙ. αἱ Ταριχεῖαι, πιθανῶς ἐργοστάσια ἐν οἷς ἐταριχεύοντο ἰχθύες, οὐχὶ (ὡς δοξάζει ο Wessel.) τόπος πρὸς ταρίχευσιν νεκρῶν, Ἡρόδ. 2. 15, 113, πρβλ. Στράβ. 140, Πολυδ. ϛʹ, 48.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
salaison ; particul. embaumement d'un corps.
Étymologie: ταριχεύω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και ιων. τ. ταριχηΐη Α ταριχεύω
1. (κυρίως σχετικά με ψάρια) ταρίχευση, πάστωμα
2. διατήρηση σώματος νεκρού από τη σήψη με κατάλληλα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, βαλσάμωμα
αρχ.
1. διαβροχή, μούσκεμα
2. στον πληθ. αἱ ταριχεῖαι
α) εργοστάσια για πάστωμα ψαριών
β.) τόπος κατάλληλος για βαλσάμωμα νεκρών.

Greek Monotonic

τᾰρῑχεία: Ιων. ταριχηΐη, ἡ, ταρίχευση, διατήρηση στη σαλαμούρα· στον πληθ., αἱΤαριχεῖαι, εργαστήρια για πάστωμα των ψαριών, σε Ηρόδ., Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρῑχεία: ион. τᾰρῑχηΐη ἡ тж. pl.
1) засаливание, соление Arst.;
2) бальзамирование Diod., Luc.;
3) помещение для засолки рыбы, рыбосолильня Her.

Middle Liddell

τᾰρῑχεία, Ionic -ηΐη, ἡ,
a preserving, pickling: in plural, αἱ Ταριχεῖαι factories for salting fish, Hdt., Strab.