τήρησις
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
εως, ἡ,
A watching, safe-keeping, guarding, ἀφύλακτος ἡ τήρησις E.Fr.162; τῆς πολιτείας Arist.Pol.1308a30, cf. PA 692a7; τῆς πόλεως Supp.Epigr.6.724 (Perga, ii/i B.C.); τῆς οἰκίας POxy.1070.51 (iii A.D.); ἀξιώματος Pl.Def.413e; τῆς ἡλικίας Epicur. Sent.Vat.80; (πλούτου) Phld.Oec.p.44J.; preservation, e.g. of health, Gal.10.646, Pap. in Stud.Ital.12(1935).94 (iii A.D.); observance, νόμων, ἐντολῶν, LXX Wi.6.18(19), 1 Ep.Cor.7.19; λεξάντων πρὸς τὴν τήρησιν τοῦ ὕδατος SIG683.60 (Olympia, ii B.C.).
2 vigilance, Th.7.13, Plb.6.11A.10.
3 means of keeping or guarding, τὰς λιθοτομίας... ἀσφαλεστάτην τήρησιν the quarries... the most secure place of custody, Th. 7.86, cf. Act.Ap.4.3, BGU388 iii 7 (ii A.D.).
II observing, observation, τῶν καθόλου συμβαινόντων (as Empiric term) Sor.1.4, cf. Gal. 15.830, 16.550, 18(2).307, Sect.Intr.4, S.E.P.1.23, 2.246, A.D.Synt.37.14, etc.
German (Pape)
[Seite 1108] εως, ἡ, Bewahrung, Behütung, Beobachtung; Thuc. 2, 13; Plat. def. 413 e; Sp., wie N. T. Auch = Verwahrungsort, Gewahrsam, Thuc. 6, 86; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
τήρησις: -εως, ἡ, φύλαξις, φρούρησις, ἀφύλακτος ἡ τήρησις Εὐρ. Ἀποσπ. 162· τῆς πολιτείας Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 8, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 18. 2) ἐπαγρύπνησις, Θουκ. 7. 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 8, Πολύβ. 6. 59, 5. 3) μέσον τηρήσεως ἢ φυλάξεως, τὰς λιθοτομίας..., ἀσφαλεστάτην τ., τὰ λατομεῖα..., ὁ ἀσφαλέστερος τόπος πρὸς φύλαξιν, ἀσφαλεστάτη φυλακή, Θουκ. 7. 86· ἔθεντο εἰς τήρησιν Πράξ. Ἀποστ. δ΄, 3, καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ ε΄, 18. ΙΙ. τὸ τηρεῖν διαφυλάττειν, τήρησις ἀξιώματος Πλάτ. Ὅροι 413Ε, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 23., 2. 246, κλ.· - παρὰ Φίλωνι 1. 125, ὑπάρχει διττὴ χρῆσις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 surveillance, garde ; particul. garde en prison, emprisonnement ; prison;
2 vigilance.
Étymologie: τηρέω.
English (Strong)
from τηρέω; a watching, i.e. (figuratively) observance, or (concretely) a prison: hold.
English (Thayer)
τηρησεως, ἡ (τηρέω);
a. a watching: of prisoners (Thucydides 7,86); the place where prisoners are kept, a prison (R. V. ward): a keeping, i. e. complying with obeying: τῶν ἐντολῶν, νόμων, Wisdom of Solomon 6:19.
Greek Monotonic
τήρησις: -εως, ἡ,
I. 1. φύλαξη, διατήρηση, φρούρηση, σε Αριστ.
2. επαγρύπνηση, σε Θουκ.
II. μέσο τήρησης ή φύλαξης, μέρος επιτήρησης, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
τήρησις: εως ἡ
1) охрана, защита Eur., Arst.;
2) настороженность, бдительность Thuc., Arst., Polyb.;
3) место заключения, тюрьма Thuc.;
4) соблюдение, выполнение Plat.: ἡ βιωτικὴ τ. Sext. выполнение жизненных функций, жизнедеятельность.
Middle Liddell
τήρησις, εως, [from τηρέω
I. a watching, keeping, guarding, Arist.
2. vigilance, Thuc.
II. a means of keeping, a place of custody, Thuc.
Chinese
原文音譯:t»rhsij 帖雷西士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:保存(著)
字義溯源:守望著,監禁,監牢,監獄,監,守,押,順從著,遵守;源自(τηρέω)=防守),而 (τηρέω)出自(τήρησις)X*=守望)
出現次數:總共(3);徒(2);林前(1)
譯字彙編:
1) 遵守(1) 林前7:19;
2) 監獄(1) 徒5:18;
3) 監(1) 徒4:3