ἀσύμβλητος

From LSJ
Revision as of 14:52, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύμβλητος Medium diacritics: ἀσύμβλητος Low diacritics: ασύμβλητος Capitals: ΑΣΥΜΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: asýmblētos Transliteration B: asymblētos Transliteration C: asymvlitos Beta Code: a)su/mblhtos

English (LSJ)

Att. ἀξύμβλητος, ον,
A not addible, Arist.Metaph.1080b9; not comparable, ib.1055a7; ἀσύμβλητος πρός τι or τινί, incomparable with, far superior to, Epicur.Ep.1p.31U., Fr.556, cf. Plu.2.1125c.
2 incommensurable, Theo Sm.p.73H.; indeterminate, μῆκος Gal.18(1).773.
3 of weights or measures, not true according to the standard, IG2.476.17.
II not to be guessed, unintelligible, ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν S.Tr.694, cf. Ael.NA6.60.
III unsocial, ἄπλατον ἀξ. S.Fr.387.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀξύμ- S.Tr.694
I mal comparado, mal calibrado de pesos y medidas IG 22.1013.17.
II 1que no se puede comparar τὰ μὲν γὰρ γένει διαφέροντα ... ἀπέχει πλέον καὶ ἀσύμβλητα Arist.Metaph.1055a7
c. dat. ἔνια δὲ ὅλως ἀσύμβλητα τοῖς ἡμέροις ἐστί Thphr.HP 7.6.4, cf. Plu.2.1125c
c. πρός y ac. ἀσύμβλητος ... πρὸς τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους Epicur.Ep.[2] 83.3.
2 que no se puede conjeturar o adivinar ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν S.l.c.
que no se puede calcular, incalculable τὸ πλῆθος τό τ' ἐν τοῖς ἀρρωστήμασιν ὑπάρχον ... ἀσύμβλητον Arist.PA 677a11, μῆκος Gal.18(1).773, cf. Theo Sm.p.73.
3 que no admite trato, insociable de pers. ἄπλατον ἀξύμβλητον S.Fr.387.

German (Pape)

[Seite 380] 1) nicht zu vergleichen, ungleich, Arist. Metaph. 12, 8 Plut. adv. Col. 31; μέτρον, nicht geaicht, Inscr. 128, vgl. Böckh Staatsh. II p. 344. – 2) nicht zu errathen, unverständlich, Soph. Tr. 691 Ael. H. A. 6, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύμβλητος: -ον, ὁ μὴ συγκρινόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ, νὰ παραβάλῃ πρὸς ἕτερον, ἀπαράβλητος, πλὴν τοῦ πάσας τὰς μονάδας εἶναι ἀσυμβλήτους Ἀριστ. Μεταφ. 12. 6, 2 καὶ 4· ἐπὶ μέτρων καὶ σταθμῶν, μὴ παραβεβλημένος, ἀσύμφωνος πρὸς τὸ πρότυπονἐπίσημον βάρος ἢ μέτρον, ὅπως μηθεὶς τῶν πωλούντων τι ἢ ὠνουμένων ἀσυμβλήτῳ μέτρῳ ἢ σταθμῷ χρῆται, ἀλλὰ δικαίοις Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 17· ἀσ. πρός... Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 83· πρβλ. κ. Ἡσύχ. ἐν λέξει. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ, ἀκατάληπτος, δέρκομαι φάτιν ἄφραστον, ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν Σοφ. Τρ. 694, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 60. ΙΙΙ. ἀσυνάντητος, ἀκοινώνητος, «ᾧ οὐκ ἔστιν ἀπαντῆσαι» (Εὐστ. 1405, 57), Σοφ. Ἀποσπ. 350.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’on ne peut comparer avec, τινι;
2 qu’on ne peut conjecturer ou comprendre.
Étymologie: , συμβάλλω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσύμβλητος και ἀξύμβλητος, -ον) συμβάλλω
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει συνάψει συμβόλαιο ή σύμβαση
αρχ.
1. αυτός που δεν επιδέχεται παραβολή, ο ασύγκριτος
2. αυτός που κανείς δεν μπορεί να τον καταλάβει, ο ακατάληπτος, ο ακατανόητος
3. ακοινώνητος, μοναχικός.

Greek Monotonic

ἀσύμβλητος: αρχ. Αττ. ἀ-ξύμβλητος, -ον (συμβάλλω), αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί, απαράμιλλος, αμίμητος, ασυναγώνιστος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύμβλητος: староатт. ἀξύμβλητος
1) несравнимый, несоизмеримый (τινι Arst., Plut. и πρός τι Diog. L.);
2) недоступный, неуловимый (μαθεῖν Soph.).

Middle Liddell

συμβάλλω
not to be guessed, unintelligible, Soph.