Ἐνυάλιος
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, A the Warlike, in Il. as epithet of the War-god, Ἄρης δεινὸς Ἐνυάλιος 17.211, 20.69: written Ἐνοιάλιος IG4.717 (Hermione), Ἐνυιάλιος JRS15.254 (Antioch. Pisid.): abs., as his name, ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ Il.2.651, 7.166, cf. Archil.1, S.Aj. 179(lyr.), E.Andr.1015 (lyr.), Aen.Tact.24.2; ξυνὸς Ἐ. Il.18.309: in later authors, distinct from Ares, Ar.Pax457, cf. Alcm.104; object of a special cult, SIG1014.34 (Erythrae), cf. Plu.Sol.9, etc.; Ἐνυαλίῳ ἐλελίζειν, ἀλαλάζειν, X.An.1.8.18, 5.2.14: Ἐνυάλιον, τό, temple of Ἐνυάλιος, Th.4.67. 2 battle, κοινὸν Ἐ. μαρναμένους E.Ph.1572 (anap.); ὁ Ἐ. the battle-cry, Hld.4.17; also τὸν Ἐ. παιᾶνα τῶν στρατοπέδων ἐπαλαλαζόντων Jul.Or.1.36b. 3 = Lat. Quirinus, Plb.3.25.6, D.H.2.48: hence ὁ Ἐνυάλιος λόφος, = Collis Quirinalis, Id.9.60. II after Hom. generally (in Opp.C.2.58, ίη, ιον), warlike, furious, ἰωχμός Theoc.25.279; ἀϋταί Opp.l.c.; epithet of Dionysus, Lyr.Adesp.108. [ῠ Lyr.Adesp. l.c.; elsewhere ῡ, prob. metri gr.]
Greek (Liddell-Scott)
Ἐνῡάλιος: ᾰ, ὁ, πολεμικός, φονικός, παρ’ Ὁμ. ἅπαξ ὡς ἐπώνυμον τοῦ Ἄρεως, Ἄρης δεινὸς Ἐνυάλιος Ἰλ. Ρ. 210, ἀλλαχοῦ ὡς οὐσιαστ. τὸ ὄνομα αὐτοῦ τοῦ θεοῦ, ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ (ἔνθα τὸ -υα- ἀναγινώσκεται κατὰ συνίζησιν) Β. 651, Η. 166, Υ. 69, κτλ., οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 179 καὶ Εὐρ. ἐν Ἀνδρ. 1016· ξυνὸς Ἐν., ἴδε ἐν λ. ξυνός· ἀλλ’ ἀκολούθως, διάφορος τοῦ Ἄρεως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 456, πρβλ. Ἀλκμᾶνα παρὰ τῷ Σχολιαστῇ αὐτόθι, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴαντα ἔνθ’ ἀνωτ. - Ἔναρξις μάχης ἐγίνετο δι’ ἀλαλαγμοῦ πρὸς τὸν Ἐνυάλιον, Ἐνυαλίῳ ἐλελίζειν, ἀλαλάζειν, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18., 5. 2, 14: ― ἐντεῦθεν τὸ ἐνυάλιος κεῖται παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 1572 ἀντὶ τῆς λέξεως μάχη, κοινὸν ἐνυάλιον... μαρναμένους· ― ὁ ἐνυάλιος, πολεμικὴ κραυγή, Ἡλιοδ. 4. 27. Πρβλ. Ἐνυώ. 2) παρὰ Ρωμαίοις = Quirinus, Κυρῖνος, Πολύβ. 3. 25, 6, Διον. Ἁλ. 2. 48: ― ἐντεῦθεν τὸ ὁ Ἐν. λόφος = Collis Quirinalis, Κυρίνιος, Διον. Ἁλ. 9. 60. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον καθόλου (ἐν Ὀππ. Κυν. 2. 58, -ίη, ον), πολεμικός, μανιώδης, ἰωχμὸς Θεόκρ. 25. 279· ἀϋταὶ Ὀπ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ποιητὴς παρὰ Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Ényalios, surn. d’Arès : τῷ Ἐνυαλίῳ ἐλελίζειν ou ἀλαλάζειν XÉN pousser le cri de guerre en l'honneur d’Ényalios.
Étymologie: Ἐνυώ.
English (Slater)
Ἐνῡᾰλιος Wargod, Ares.
a Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τ ἐκδώσομεν πράσσειν (O. 13.106) ἐν δ' ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ κεκίνη[ται τό τ] Ἐνυαλίου ἔγχος Δ. 2. 1. χαλκοθώρ]ακος Ἐνυαλίου []ἔκπαγλον υἱον[ fr. 169. 12. Ἐν]υαλίου[ P. Oxy. 1792. fr. 34.
b war οὕνεκεν ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου (N. 9.37) “Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον Ἐνυαλίου” (I. 6.54)
Greek Monotonic
Ἐνῡάλιος: [ᾰ], ὁ,
I. 1. ο Πολεμοχαρής, επίθ. του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.
2. ως προσηγορικό όνομα, πόλεμος, μάχη, σε Ευρ.
II. ως επίθ., πολεμικός, μαινόμενος, βίαιος, έξαλλος, άγριος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
Ἐνῡάλιος: ὁ Ἐνυώ Эниалий, «Воинственный» (эпитет Арея) Hom., Hes., Soph., Eur., Arph.: τῷ Ἐνυαλίῳ ἀλαλάζειν или ἐλελίζειν Xen. издавать боевой клич в честь Эниалия.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: old god of war, connected with the cry ἐλελεῦ and identified with Ares (Il.).
Other forms: Myc. E-nu-wa-ri-jo ἘνυϜαλιος Argos VIIa; )
Derivatives: Ἐνυαλία name of a phyle in Mantinea (IG 5 (2), 271); Ἐνυάλιον name of a temple on the island of Minoa (Th. 4, 67). - Further Ἐνυώ f. name of a war-goddess (short name?; Il.), and Ἐνυεύς king in Skyros (Ι 668; cf. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 125).
Etymology: Pre-Greek name with unclear formation and unknown etymology. Wrong Carnoy Beitr. z. Namenforschung 7, 119f. - On Enyalios s. Nilsson Gr. Rel. 1, 519.
Middle Liddell
Ἐνῡᾰ́λιος, ὁ, n
I. the Warlike, name of Ares (Mars), Il., Soph., etc.
2. as appellat. war, battle, Eur.
II. as adj. warlike, furious, Theocr.
Frisk Etymology German
Ἐνυάλιος: {Enuálios}
Forms: (Ἐνυϝαλιος Argos VIIa; myk. E-nu-wa-ri-jo)
Grammar: m.
Meaning: alter Kriegsgott, mit dem Kriegsgeschrei ἐλελεῦ verbunden und mit Ares identifiziert (seit Il.).
Derivative: Davon Ἐνυαλία N. einer Phyle in Mantinea (IG 5 (2), 271); Ἐνυάλιον N. eines Tempels auf der Insel Minoa (Th. 4, 67). — Daneben Ἐνυώ f. N. einer Kriegsgöttin (Kurzname?; seit Il.) mit Ἐνυεύς König in Skyros (Ι 668; vgl. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 125).
Etymology: Vorgriechischer Name mit unklarer Bildung und unbekannter Etymologie. Verfehlt Carnoy Beitr. z. Namenforschung 7, 119f. — Zu Enyalios s. Nilsson Gr. Rel. 1, 519 m. Lit.
Page 1,526
Wikipedia EL
Ο Ενυάλιος είναι αρχαιοελληνική θεότητα που λατρευόταν ως θεός του πολέμου. Δεν έχει αποσαφανισθεί, αν αρχικά ήταν απλώς προσωνύμιο του Άρη, όπως απαντά στον Όμηρο ή αυτοτελής θεότητα. Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς τον θεωρούν γιο του Άρη και της Ενυούς ή του Κρόνου και της Ρέας.
Στα μυκηναϊκά χρόνια διαφοροποιείται ως ξεχωριστή θεότητα. Στη Γραμμική Β της Κνωσού το όνομα Ενυάλιος αναφέρεται στον ίδιο. Στον Όμηρο αναφέρεται στην Ιλιάδα πέντε φορές: τέσσερις στον καταγόμενο από την Κρήτη Μηριόνη ακόλουθο του Ιδομενέα και μια φορά στον Αχιλλέα, που τους αποκαλεί ίσους προς τον ανδροφόνο Ενυάλιον, αλλά και στον όρκο των Αθηναίων οπλιτών.
Wikipedia EN
Enyalius or Enyalios (Greek: Ἐνυάλιος) in Greek mythology is generally a son of Ares by Enyo and also a byname of Ares the god of war. Though Enyalius being a by-name of Ares is the most accepted version, in Mycenaean times Ares and Enyalius were differentiated as separate deities. Enyalius is often seen as the God of soldiers and warriors from Ares cult. On the Mycenaean Greek Linear B KN V 52 tablet, the name 𐀁𐀝𐀷𐀪𐀍, e-nu-wa-ri-jo, has been interpreted to refer to this same Enyalios.
Enyalios is mentioned nine times in Homer's Iliad and in four of them it is in the same formula describing Meriones who is one of the leaders of warriors from Crete. Homer calls Ares by the epithet Enyalios in Iliad, book xx.
A scholiast on Homer declares that the poet Alcman sometimes identified Ares with Enyalius and sometimes differentiated him, and that Enyalius was sometimes made the son of Ares by Enyo and sometimes the son of Cronus and Rhea.
Aristophanes (in Peace), envisages Ares and Enyalios as separate gods of war.
In the Anabasis, Xenophon mentions that the Greek mercenaries raise a war cry to Enyalios as they charge at the Persian Army.
Wikipedia DE
Enyalios (altgriechisch Ἐνυάλιος ‚der Kriegerische‘, lateinisch Enyalius) ist in der griechischen Mythologie in der Regel ein Beiname des Ares, er kommt aber auch als eigenständige Gottheit vor.
Er wird als Gott des Kampfes oder auch als Gott des Schwertes bezeichnet. Nach Erzählungen ist er der Sohn von Ares und Aphrodite und so Bruder von Eros und sein wichtigster Begleiter. Eine andere Darstellung lautet, dass Enyalios bei einer kurzen Beziehung mit dem hübschen Mädchen Aleithina, die Ares verflossen war, herausgekommen ist. Er wird als sehr hübsch, allerdings auch als sehr grausam und kaltblütig dargestellt, ihm werden ebenfalls viele Verflossene nachgesagt, jedoch hatte er keine Nachkommen. Enyalos ist der Zwilling von Enyo und der Bruder der vielen Kinder von Ares und Aphrodite – so ist er Deimos und Phobos sehr verbunden. Oft wird er in einer Rüstung dargestellt, denn er hat den kriegerischen Teil seines Vaters geerbt. Seine Schönheit, die vielmehr die wilde Kraft und den mit ihm in Verbindung gebrachten Sadismus verschönigt und auch verbirgt, wird als ein Erbteil seiner Mutter angesehen.
Wikipedia RU
Эниалий (микен. e-nu-wa-ri-jo, др.-греч. Ἐνυάλιος) — в микенскую эпоху самостоятельное греческое божество. В классической греческой мифологии эпитет Ареса. В Спарте ему ночью приносили в жертву молодого щенка. В Спарте находилась деревянная статуя Эниалия, закованного в цепи.
Wikipedia NL
Enyalios was een oude Griekse oorlogsgod die al zeer vroeg vereenzelvigd werd met Ares. Hij zou later gezien worden als een zoon van Ares en Enyo, en aldus als oorlogsgod aanbeden worden. Hij werd door de Grieken gebruikt om de Romeinse god Quirinus te kunnen plaatsen in de polytheïsche godenwereld van de Grieken.