Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡνιοχεία

From LSJ
Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχεία Medium diacritics: ἡνιοχεία Low diacritics: ηνιοχεία Capitals: ΗΝΙΟΧΕΙΑ
Transliteration A: hēniocheía Transliteration B: hēniocheia Transliteration C: iniocheia Beta Code: h(nioxei/a

English (LSJ)

(ἡνιοχία v.l. in Pl.Thg.123d), ἡ, chariot-driving, Id.Grg. 516e, al.: pl., Id.Lg.795a; ἡ. ἁρμάτων Hdn.1.13.8: generally, conduct, management, τῆς μηχανῆς Plu.2.966f.

German (Pape)

[Seite 1172] ἡ, das Zügelhalten, die Lenkung, Plat. Gorg. 516 e u. öfter, auch im plur., Legg. VII, 795 a, u. Sp., wie Hdn. 6, 7, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχεία: ἡ, τὸ ὁδηγεῖν ἅρμα, τὸ ἔργον τοῦ ἡνιόχου, Πλάτ. Γοργ. 516Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Νόμ. 795Α· ἡν. ἁρμάτων Ἡρῳδιαν. 1. 13, 17· - καθόλου, κυβέρνησις, διοίκησις, τῆς μηχανῆς Πλούτ. 2. 966F.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de tenir les rênes, de conduire un char ; fig. action de diriger.
Étymologie: ἡνιοχεύω.

Greek Monolingual

η (Α ἡνιοχεία) ηνίοχος
1. το έργο του ηνιόχου, το να οδηγεί κάποιος άρμα με ηνία
2. μτφ. διακυβέρνηση, διαχείριση, χειρισμός («ἡ τῆς μηχανῆς αυτῆς ἡνιοχεία καὶ κυβέρνησις», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἡνιοχεία: ἡ (ἡνιοχέω), οδήγηση του άρματος, το έργο του ηνίοχου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἡνιοχεία: ἡ тж. pl.
1) искусство управления вожжами (т. е. лошадьми, колесницей) Plat.;
2) управление (τῆς μηχανῆς Plut.).

Middle Liddell

ἡνιοχεία, ἡ, ἡνιοχέω
chariot-driving, Plat.