ἱστότονος

From LSJ
Revision as of 10:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστότονος Medium diacritics: ἱστότονος Low diacritics: ιστότονος Capitals: ΙΣΤΟΤΟΝΟΣ
Transliteration A: histótonos Transliteration B: histotonos Transliteration C: istotonos Beta Code: i(sto/tonos

English (LSJ)

ον, stretched on the loom, πηνίσματα v.l. in the codd. other than Rav. for ἱστόπονα, Ar.Ra.1315; κερκίς E.Hyps.Fr.1 ii 10 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1271] über den Webstuhl gespannt, Ar. Ran. 1315, von Spinngeweben.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστότονος: -ον, τεταμένος ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ («ἀργαλειοῦ»), ἱστότονα πηνίσματα, «τοὺς ἱστοὺς οὓς ἐν τῷ ἀέρι αἱ ἀράχναι ὑφαίνουσι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 1315.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tendu sur un métier de tisserand.
Étymologie: ἱστός, τείνω.

Greek Monolingual

ἱστότονος, -ον (Α)
τεντωμένος πάνω στον αργαλειό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. ασκότονος, χορδότονος].

Greek Monotonic

ἱστότονος: -ον (τείνω), αυτός που είναι τεντωμένος στον ιστό, στον αργαλειό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἱστότονος: натянутый на ткацком станке (πηνίσματα Arph.).

Middle Liddell

ἱστό-τονος, ον τείνω
stretched in the loom, Ar.