ῥέος
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
εος, τό, (ῥέω) like ῥεῦμα, anything flowing, stream, A.Ag.901, Pr.676,812; also of tears, δακρυσίστακτον ῥέος ib.401.
German (Pape)
[Seite 838] τό, wie ῥεῦμα, das Fließende, der Fluß, Aesch. Prom. 679. 814; πηγαῖον, Ag. 875; auch vom Thränenstrome, Prom. 399.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέος: τό, (ῥέω) ὡς τὸ ῥεῦμα, τὸ ῥέον, ῥυάκιον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 901, Πρ. 676, 812· ὡσαύτως ἐπὶ δακρύων, δακρυσίστακτον ῥ. αὐτόθι 400.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
fleuve, ruisseau, ruisseau de larmes.
Étymologie: ῥέω.
Greek Monolingual
-ους και -εος, τὸ, Α
1. ρεύμα, ρυάκι
2. φρ. «δακρυσίστακτον ῥέος»
μτφ. ρεύμα, ποτάμι δακρύων (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα του ρ. ῥέω].
Greek Monotonic
ῥέος: τό (ῥέω), = ῥεῦμα, ρεύμα, ρυάκι, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ῥέος: τό (только nom. и acc. sing.) поток (ῥ. Λέρνης Aesch.): εὔποτον ῥ. (sc. Νείλου) Aesch. благотворные воды Нила; πηγαῖον ῥ. Aesch. ключевая вода; δακρυσίστακτον ῥ. Aesch. поток слез.
Middle Liddell
ῥ