ζώφυτος
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
English (LSJ)
ον, (φύω) A giving life to plants, fertilizing, αἷμα A.Supp.857; γῆ Plu. Rom.20. II Pass., spring from the earth, τὰ ζ. plants, Diusap. Stob.4.21.16.
German (Pape)
[Seite 1145] Leben ernährend, belebend, αἷμα Aesch. Suppl. 837; Pflanzen hervorbringend, fruchtbar, γῆ Plut. Rom. 20. – Auch = ζωόφυτον, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui fait vivre, vivifiant;
2 qui produit des êtres vivants, fertile, fécond.
Étymologie: ζωός, φύω.
Greek (Liddell-Scott)
ζώφῠτος: -ον, (φύω) παρέχων ζωὴν εἰς τὰ φυτά, ζωογόνος δι’ αὐτά, γόνιμος, αἷμα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 857· γῆ Πλούτ. Ρωμ. 20· τὰ ζώφυτα, φυτά, Δῖος παρὰ Στοβ. 408, ἐν τέλ. Πρβλ. ζωόφυτος.
Greek Monotonic
ζώφῠτος: -ον (φύω), αυτός που δίνει ζωή στα φυτά, γόνιμος, εύφορος, παραγωγικός, ζωογόνος, σε Αισχύλ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ζώφῠτος: дающий жизнь, животворящий (αἷμα Aesch.; γῇ Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζώφυτος -ον [ζωός, φύω] levenwekkend, vruchtbaar.
Middle Liddell
ζώ-φῠτος, ον [φύω]
giving life to plants, fertilising, generative, Aesch., Plut.