ζηλοτυπέω
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
A to be jealous of, c. acc., ζηλοτυπῶν με καὶ φθονῶν Pl. Smp.213d; τὴν αὑτοῦ γυναῖκα Ath.12.532a, cf. POxy.472.11 (ii A.D.); ζ. δούλην ἐπὶ τῷ ἀνδρί in regard to her husband, Plu.2.267d: c. dat., emulate, ζ. τινὶ ἐπαινουμένῳ Demetr.Eloc.292:—Pass., ἡ -ουμένη μεμοιχεῦσθαι Ph.1.141. 2 envy, Cic.Att.13.18.2 (Pass., ib.13.1); ζ. τινά τινος Jul.Or.5.167c. II c.acc. rei, regard with jealous anger, τὰ γιγνόμενα Aeschin.1.58. 2 pretend to, affect, κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν Id.3.211; imitate, follow, τὴν Θάλητος δόξαν Suid. s.v. Φερεκύδης:—Pass., ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννίς Plu.Arat.25.
German (Pape)
[Seite 1139] (nach den Atticisten hellenistisch für ζηλόω), beneiden, καὶ φθονεῖν, τινά, Plat. Conv. 213 d; κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν Aesch. 3, 211; häufiger bei Sp., wie Luc. Tim. 14; pass., ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννίς, Gegenstand neidischer Bestrebungen, Plut. Arat. 25; eifersüchtig sein, Strat. 17 (XII, 175); τινά, auf Jem., Ath. XII, 532 a; neidisch nacheifern, τινί, Dem. Phalar. 312.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
jalouser, envier, être jaloux de, acc..
Étymologie: ζηλότυπος.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλοτῠπέω: ζηλεύω τινά, μετ’ αἰτ., ζηλοτυπῶν με καὶ φθονῶν Πλάτ. Συμπ. 213D· τὴν αὑτοῦ γυναῖκα Ἀθήν. 532A· ζ. δούλην ἐπὶ τῷ ἀνδρί, ὡς πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς, Πλούτ. 2. 267D· μετὰ δοτ., ζηλοτ. τινὶ ἐπαινουμένῳ Δημ. Φαλ. 292. 2) φθονῶ, εἶμαι ζηλότυπος, «ζηλεύω», Κικ. Ἀττ. 13. 13, ἐν τῷ παθ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., θεωρῶ τι μετὰ ζηλοτύπου θυμοῦ, Αἰσχίν. 9. 4. 2) προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετὴν ὁ αὐτ. 84. 15. - Παθ., ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννὶς Πλούτ. Ἀράτ. 25. 3) εἶμαι ζηλωτὴς ὑπέρ τινος, τὴν ἀλήθειαν Ἐκκλ.
Greek Monotonic
ζηλοτῠπέω: μέλ. -ήσω,
I. ζηλεύω κάποιον, τρέφω αισθήματα αντιζηλίας για κάποιον, συναγωνίζομαι ή αντιδικώ, με αιτ. προσ., σε Πλάτ.
II. 1. με αιτ. πράγμ., αντιμετωπίζω κάτι με ζηλότυπο θυμό, σε Αισχίν.
2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι· κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ζηλοτῠπέω:
1) ревностно стремиться, страстно желать (τὸν τρίβωνα καὶ τὴν πήραν Plut.);
2) относиться или смотреть с завистью, завидовать (τὰ γινόμενα Aeschin.; τινι ἐπαινομένῳ Dem.; τὰς τιμάς τινος Plut.): ζ. καὶ φθονεῖν τινα Plat. относиться к кому-л. со злобной завистью; pass. быть предметом зависти (ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννίς Plut.);
3) ревновать: ζ. δούλην ἐπὶ τῷ ἀνδρί Plut. ревновать мужа к рабыне.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζηλοτυπέω [ζηλότυπος] Ion. praes. 3 sing. ζηλοτυπέει jaloers zijn (op), met acc. van pers.: ζηλοτυπῶν με καὶ φθονῶν jaloers op mij en afgunstig Plat. Smp. 213d. najagen, ambiëren, met acc. van zaak; pass.. ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννὶς αὐτῷ de alleenheerschappij die door hem nagestreefd werd Plut. Arat. 25.8.
Middle Liddell
ζηλοτῠπέω, fut. -ήσω
I. to be jealous of, to emulate, rival, c. acc. pers., Plat.
II. c. acc. rei, to regard with jealous anger, Aeschin.
2. to pretend to, ἀρετήν Aeschin.