παραλλάξ
πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him
English (LSJ)
Adv. A alternately, in turn, S.Aj.1087; ἀνάπαλιν καὶ π. Ti.Locr.95c; [ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν] π. Arist.Resp.471a11; τῶν ἀετῶν θάτερον τῶν ἐκγόνων ἁλιαίετος γίνεται π. Id.Mir.835a1; of the production of leaves, Thphr.HP6.2.8. 2 in alternating rows, νῆσοι… π. καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι Th.2.102. II π. εἶναι, = παραλλάσσειν 11.1, ἐν τῇ γ π. εἰσιν οἱ πόροι Arist.Mete.385b25. III side by side, Hermog.Meth.5.
German (Pape)
[Seite 487] abwechselnd; ἕρπει παρ. ταῦτα, Soph. Ai. 1066, Schol. κατὰ διαδοχήν; – πάλιν καὶ παρ. vrbdt Tim. Locr. 95 c; Sp.; schräg neben einander, νῆσοι παρ. κείμεναι im Ggstz von κατὰ στοῖχον, also nicht in gerader Linie, Thuc. 2, 102.
French (Bailly abrégé)
adv.
irrégulièrement (par opposition à « en alignement »), pêle-mêle.
Étymologie: παραλλάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
παραλλάξ: Ἐπίρρ., ἐναλλάξ, vicissim, ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα Σοφ. Αἴ. 1087, Τιμ. Λοκρ. 95C· ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν π. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 2, 4· τῶν ἀετῶν θἄτερον τῶν ἐκγόνων ἁλιαίετος γίνεται π. ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 60· πρβλ. ἐναλλάξ. 2) νῆσοι .. παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι, δηλ. οὕτω . · . · . · . · καὶ οὐχὶ οὕτως::::, Θουκ. 2. 102. ΙΙ. π. εἶναι = παραλλάσσειν ΙΙ. 1, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 4.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (με τροπ. σημ.)
1. διαδοχικά, εναλλάξ
2. πλευρό με πλευρό, παραπλεύρως
3. φρ. «παραλλὰξ εἰμί»
(για δρόμους, αγωγούς, πόρους κ.λπ.) ξεκινώ από αντίθετο σημείο προς ένα άλλο και κατευθύνομαι προς αυτό χωρίς να συναντώμαι μαζί του, παρεκκλίνω, αποκλίνω («ἐν τῇ γῇ παραλλάξ εἰσι οἱ πόροι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + επίρρ. ἀλάξ (< ἀλλάσσω), πρβλ. αμφ-αλλάξ].
Greek Monotonic
παραλλάξ: επίρρ.,
1. εναλλακτικά, Λατ. vicissium, σε Σοφ.
2. σε διαδοχικές σειρές, Λατ. ad quincuncem dispositi, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
παραλλάξ: adv. попеременно, чередуясь (αἱ νῆσοι π. καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι Thuc.): ἕρπει π. ταῦτα Soph. (все) это движется перемежаясь; ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν π. Arst. попеременно вдыхать и выдыхать; π. εἶναι Arst. чередоваться, перемежаться.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραλλάξ [παραλλάττω] adv., afwisselend, beurtelings.
Middle Liddell
[from παραλλάσσω
1. alternately, in turn, Lat. vicissim, Soph.
2. in alternating rows, Lat. ad quincuncem dispositi, Thuc.