συναριθμέω

From LSJ
Revision as of 09:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰριθμέω Medium diacritics: συναριθμέω Low diacritics: συναριθμέω Capitals: ΣΥΝΑΡΙΘΜΕΩ
Transliteration A: synarithméō Transliteration B: synarithmeō Transliteration C: synarithmeo Beta Code: sunariqme/w

English (LSJ)

A reckon in, take into account, enumerate, τὰς ψήφους Is.5.18; αὐτὸ τοῖς φρενιτικοῖς σ. σημείοις Gal.16.521:—Med., Pl. Phlb.23d, Aeschin.2.101, 130:—Pass., to be counted with, ἑκατέροις Arist.Pol.1318a38; to be reckoned in, taken into account, Id.Rh.1363b19, SE167a25, EN1105b1; to be included in enumeration, ib.1097b17, MM1184a16, Thphr.Lap.29. 2 Med., join in receiving payment, POxy.1208.17 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1004] mit, dazu, zusammen zählen; ψήφους, im Ggstz von συγχέω, Is. 5, 18. – Pass., Plat. Phil. 23 d, Arist. eth. 1, 7, 8, Plut. Brut.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 compter avec ou ensemble, additionner;
2 compter avec ou au nombre de, compter parmi.
Étymologie: σύν, ἀριθμέω.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰριθμέω: ἀριθμῶ ὁμοῦ, συγκαταριθμῶ, τὰς ψήφους Ἰσαῖ. 52. 26· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Φίληβ. 23D, Αἰσχίν. 41. 22., 45. 19. ― Παθ., συγκαταριθμοῦμαι, ἑκατέροις Ἀριστ. Πολιτ. 6. 4. 5· ὑπολογίζομαι, καταριθμοῦμαι, «λογαριάζομαι», ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 1. 7, 3, ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 5. 5, ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 8, ἐν Ἠθικ. Μεγ. 1. 2, 7.

Greek Monotonic

σῠνᾰριθμέω: μέλ. -ήσω, αριθμώ μαζί, συνυπολογίζω, απαριθμώ, προσμετρώ, σε Ισαίο· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχίν. — Παθ., αριθμούμαι, απαριθμούμαι μαζί με άλλους, συνυπολογίζομαι, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰριθμέω: тж. med.
1) сосчитывать, пересчитывать (ψήφους Isae.): συναριθμούμενος Arst. составной, сложный;
2) перечислять (τὰ προστεταγμένα Aeschin.);
3) присчитывать, принимать во внимание: μὴ σύναριθμουμένου τινός Arst. не принимая в соображение чего-л.;
4) причислять: ἐν Βρούτοις συναριθμεῖσθαι Plut. оказаться в числе таких людей, как Брут.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ᾰριθμέω mee laten tellen, in de berekening meenemen, zowel act. als med.; met dat. meetellen bij, optellen bij.

Middle Liddell

fut. ήσω
to reckon in, to take into the account, enumerate, Isae.; so in Mid., Aeschin.:—Pass. to be counted with others, to be taken into account, Arist.