συνάπας
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
[ᾰπ], ᾱσα, ᾰν, A = σύμπας, strengthened for πᾶς, πᾶσα, πᾶν, all together, mostly in plural, with or without Art., Hdt.1.98,134,178, 5.49, 9.29; αἱ συνάπασαι ἐπιστῆμαι Pl.Phlb.13e, etc. II in sg., with collective Nouns, τὸ σ. στράτευμα Hdt.7.187; especially of countries, Αἰγύπτῳ τῇ σ. Id.2.39, cf. 9.45; ὁ χῶρος ὁ σ. Id.2.112; μουσικὴ σ. the whole range of . ., Pl.Sph.224a.
German (Pape)
[Seite 1001] συνάπασα, συνάπαν, wie σύμπας, allesammt, alle zusammen, gew. im plur.; Her. 1, 98. 134. 178. 5, 49 u. sonst; αἱ ξυνάπασαι ἐπιστῆμαι Plat. Phil. 13 e, u. öfter; der sing. bes. bei Collectivis, τὸ συνάπαν στράτευμα, das gesammte Heer, Her. 7, 187; von Gegenden u. Ländern, 2, 39. 112. 9, 45; μουσικὴν συνάπασαν Plat. Soph. 224 a; Sp.
French (Bailly abrégé)
άπασα, άπαν;
tout ensemble, tout entier ; d'ord. au pl. συνάπαντες tous ensemble.
Étymologie: σύν, ἅπας.
Greek (Liddell-Scott)
συνάπᾰς: ᾱσα, ᾰν, ὡς τὸ σύμπας, ἐπιτεταμένον ἀντὶ πᾶς, πᾶσα, πᾶν, ἅπας ὁμοῦ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., μετὰ τοῦ ἄρθρου ἢ ἄνευ αὐτοῦ, κύκλων ἐόντων τῶν συναπάντων ἑπτὰ Ἡρόδ. 1. 98, 134, 178., 5. 49., 9. 28· αἱ ξυνάπασαι ἐπιστῆμαι Πλάτ. Φίληβ. 13Ε, κλπ. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ μετὰ περιληπτικῶν ὀνομάτων, τὸ συνάπαν στράτευμα Ἡρόδ. 7. 187· μάλιστα ἐπὶ χωρῶν, ὁ χῶρος ὁ σ. ὁ αὐτ. 2. 112· Αἰγύπτῳ τῇ σ. αὐτόθι 39, πρβλ. 9. 45· μουσικὴ συνάπασα Πλάτ. Σοφιστ. 224Α.
Greek Monolingual
-ασα, -αν, Α
σύμπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἅπας, ἅπασα, ἅπαν].
Greek Monotonic
συνάπᾱς: -ᾱσα, -ᾰν, όπως το σύμπας, επιτετ. αντί πᾶς, πᾶσα, πᾶν, όλος μαζί, ολόκληρος, σύμπας, κατά κανόνα στον πληθ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ. με περιληπτικά ουσ., τὸ συνάπαν στράτευμα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
συνάπᾱς: άπασα, άπᾰν (ᾰπ) решительно всякий или весь, преимущ. pl. все вместе, решительно все: ἡ συνάπασα Αἴγυπτος Her. весь Египет в целом; αἱ ξυνάπασαι ἐπιστῆμαι Plat. вся совокупность знаний.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνάπας -πασα -παν zie σύμπας.
Middle Liddell
like σύμπας [strengthened for πᾶς, πᾶσα, πᾶν]
all together, mostly in plural, Hdt., etc.:—in sg., with collective Nouns, τὸ συνάπαν στράτευμα Hdt.