παλίλλογος
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
ον, (λέγω B) collected again, Il.1.126.
German (Pape)
[Seite 448] 1) wieder gesammelt, λαοὺς δ' οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῦτ' ἐπαγείρειν, das schon Vertheilte wieder zusammen zu bringen, Il. 1, 126, VLL. erkl. παλισύλλεκτα. – 2) das Gesagte wiederholend, widerrufend (?).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rassemblé ou recueilli de nouveau.
Étymologie: πάλιν, λέγω².
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίλλογος: -ον, (λέγω Β, συλλέγω), ὁ ἐξ ὑπαρχῆς, συναγόμενος, Ἰλ. Α. 126.
English (Autenrieth)
(πάλιν, λέγω): gathered together again, Il. 1.126†.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
αυτός που επαναλαμβάνει τα λόγια που ήδη έχει πει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -λόγος].
(II)
παλίλλογος, -ον (Α)
αυτός που συναθροίζεται εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -λόγος (< λέγω «συλλέγω»)].
Greek Monotonic
πᾰλίλλογος: -ον (λέγω, συλλέγω)·
I. αυτός που συλλέγεται πάλι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. (λέγω, λέω) αυτός που επαναλαμβάνεται.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίλλογος -ον [πάλιν, λέγω] opnieuw verzameld.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίλλογος: (о разделенной было добыче) вновь собранный, отобранный назад Hom.
Middle Liddell
πᾰλίλ-λογος, ον, [λέγω2, λέγω3]
I. to gather collected again, Il.
II. repeated. λέγω to say]