Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκεπαστικός

From LSJ
Revision as of 11:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκεπαστικός Medium diacritics: σκεπαστικός Low diacritics: σκεπαστικός Capitals: ΣΚΕΠΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: skepastikós Transliteration B: skepastikos Transliteration C: skepastikos Beta Code: skepastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= σκεπαστήριος, Arist.GA719b17; A ἀγγεῖον σ. σωμάτων Id.Metaph.1043a16; σ. ὅπλα Ath.5.193c. Adv. -κῶς Hp. Medic.4. 2 metaph., sheltering, BGU1185.8 (i B.C.), OGI665.40 (Egypt, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 892] = σκεπαστήριος; τινός, Arist. metaphys. 7, 2; Hippocr. im adv.; ὅπλα, Ath. V, 193 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκεπαστικός: -ή, -όν, = σκεπαστήριος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 5· ἀγγεῖον σκ. σωμάτων ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 2, 8· σκ. ὅπλα· Ἀθήν. 193C. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱππ. 20. 10.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σκεπαστικός, -ή, -όν, ΝΑ σκεπάζω
κατάλληλος για σκέπασμα, για κάλυψη, καλυπτήριος («οὐδὲ... τούτοις εὐφυὲς τὸ δέρμα πρὸς χωριστὸν ἔχειν τὸ σκεπαστικὸν μόριον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «σκεπαστική αλοιφή [ἡ ουσία
(φαρμ.) αλοιφή ή σκόνη που χρησιμοποιείται για επικάλυψη τραύματος και προφύλαξή του από την επαφή του με τον αέρα
αρχ.
μτφ. αυτός που προστατεύει και υπερασπίζει κάποιον.
επίρρ...
σκεπαστικῶς Α
κατά τρόπο σκεπαστικό.

Russian (Dvoretsky)

σκεπαστικός: защищающий, оберегающий (τὸ δέρμα Arst.): ἀγγεῖον σκεπαστικὸν χρημάτων Arst. хранилище вещей.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκεπαστικός -ή -όν [σκεπάζω] bedekkend, beschermend.