θι

From LSJ
Revision as of 19:37, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῐ Medium diacritics: θι Low diacritics: θι Capitals: ΘΙ
Transliteration A: thi Transliteration B: thi Transliteration C: thi Beta Code: qi

English (LSJ)

termin. of the locative case,
A Ἰλιόθι πρό Il.8.561; ἠῶθι πρό 11.50.
II termin. of several locative Advs. formed from Substs., Adjs., and Prons., ἀγρόθι, οἴκοθι, ἄλλοθι, etc., cf. A.D.Adv.205.35, al.

Greek (Liddell-Scott)

θῐ: κατ’ ἀρχὰς κατάληξ. τῆς γεν. ὡς πτώσεως τοπικῆς, ὡς ἐν τῷ Ἰλιόθι πρὸ Ἰλ. Θ. 561· ἠῶθι πρὸ Λ. 50: ― ἀκολούθως, ΙΙ. ἀχώριστον μόριον προστιθέμενον ἐν τέλει οὐσιαστικ., ἐπιθέτων καὶ ἀντωνυμιῶν, εἰς ἃ δίδει ἐπιρρηματικὴν σημασίαν, δηλοῦσαν τὸν τόπον ἐν ᾧ διαμένει τις, ἀγρόθι, οἴκοθι, ἄλλοθι, ἀμφοτέρωθι, αὐτόθι, κτλ.

English (Autenrieth)

(cf. Lat. -bi): a suffix denoting the place in which, e. g. ἀγρόθι, ἄλλοθι. Of time in ἠῶθι.
see ἄνωγα.

Greek Monotonic

θῐ:I. αρχικά κατάληξη της γεν., όπως στο Ἰλιόθι, πρό, ἠῶθι πρό, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αχώριστο πρόσφημα αρκετών ουσ., επιθ. και αντωνυμιών, στα οποία δίνει επίρρ. σημασία, υποδηλώνοντας το μέρος στο οποίο, οἴκοθι, ἄλλοθι, κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θῐ: энклитический суффикс со значением:
1) в (на вопрос «где?»): κηρόθι Hom. в сердце; οἴκοθι Hom. дома, в доме; ἄλλοθι Hom., Plat. в другом месте; αὐτόθι Hom., Her. в том самом месте; ἑτέρωθι Hom., Her., Arst. в другом (из двух) месте; Ἰλιόθι πρό Hom. перед Илионом;
2) во время: ἠῶθι Hom. на заре; ἠῶθι πρό Hom. до рассвета.

Middle Liddell


I. originally a termin. of the gen., as in Ἰλιόθι πρό, ἠῶθι πρό Il.
II. insepar. Affix of several Substs., Adjs., and Pronouns, to which it gives an adv. sense, denoting the place at which, οἴκοθι, ἄλλοθι, etc.

Greek Monolingual

-θι (Α)
1. κατάληξη της παλαιάς τοπικής πτώσεως («Ἰλιόθι», «ἡῶθι», Ομ. Ιλ.)
2. κατόπιν κατάληξη διαφόρων τοπικών επιρρημάτων που παράγονται από ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες («ἀγρόθι», «ἄλλοθι», «ἀμφοτέρωθι», «ἔνδοθι» κ.ά.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για επιρρηματική κατάληξη της Αρχαίας που αρχικά ως τοπική πτώση δήλωνε τον τόπο όπου βρισκόταν κάποιος ή κάτι. Η κατάληξη αυτή απαντά μόνο στον Όμηρο και στους μτγν. συγγραφείς που χρησιμοποιούν τη γλώσσα του και όχι στην αττική διάλεκτο
πρβλ. άλλοθι «αλλού», Κορινθόθι «στην Κόρινθο», όθι «όπου», οίκοθι «στο σπίτι», ένδοθι «μέσα» κ.ά. Ανάγεται σε ΙE -dhi και αντιστοιχεί σε αρχ. ινδ. ονομ. και οργαν. πτώση -dhā στο dvidhā, ενώ, κατ' άλλους, προήλθε από ΙE -gwhi. Τέλος, η κατάλ. -θι, όπως και η -θε(ν), συνάπτεται με προσωπικές αντων., ουσ. και επιρρ., πράγμα που αποτελεί νεωτερισμό της ελλ.].