λαρυγγισμός

From LSJ
Revision as of 22:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαρυγγισμός Medium diacritics: λαρυγγισμός Low diacritics: λαρυγγισμός Capitals: ΛΑΡΥΓΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: laryngismós Transliteration B: laryngismos Transliteration C: laryngismos Beta Code: laruggismo/s

English (LSJ)

ὁ,

A croaking, Plu.2.129a (pl.).

German (Pape)

[Seite 17] ὁ, das Schreien aus voller Kehle, κοράκων, Plut. de sanit. tuenda p. 388.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
cri rauque, croassement.
Étymologie: λαρυγγίζω.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰρυγγισμός: ὁ, ἰδὲ ἐν λ. λαρυγγίζω.

Greek Monolingual

ο (Α λαρυγγισμός) λαρυγγίζω
νεοελλ.
1. φωνή που εξέρχεται κατευθείαν από τον λάρυγγα χωρίς αλλοίωση από το αντηχείο του στόματος
2. καλλωπισμός του άσματος υψιφώνων με ταχύτατη επαλληλία φθογγοσήμων σε ένα φωνήεν
3. το κελάηδημα μερικών πτηνών
4. σπασμωδική σύσπαση τών μυών του λάρυγγα, που προκαλεί έμφραξη της γλωττίδας και ασφυξία
αρχ.
κρωγμός.

Russian (Dvoretsky)

λᾰρυγγισμός:громкий крик, карканье (κοράκων Plut.).