μίνθος
πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him
English (LSJ)
ὁ, A human ordure, Mnesim.4.63.
German (Pape)
[Seite 188] ὁ, Menschenkoth, Hesych.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
excrément.
Étymologie: DELG pê de μίνθη, par antiphrase.
2ου (ἡ) :
menthe, plante aromatique.
Étymologie: DELG emprunt à une langue de substrat.
Greek (Liddell-Scott)
μίνθος: ὁ, ἢ μίνθα, ἡ, «ἀνθρωπεία κόπρος» Ἡσύχ. ἐν λέξ. μίνθα, «ἡ ἀνθρωπίνη κόπρος μίνθος» Σουΐδ. ἐν λέξ. μινθώσομεν.
Greek Monolingual
(I)
μίνθος, ἡ (Α)
βλ. μίνθη.
(II)
μίνθος, ὁ, και μίνθα, ἡ (Α)
ανθρώπινη κόπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μίνθος με επίθημα -θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος) ίσως σχηματίστηκε από τη λ. μίνθη «μέντα» κατ' ευφημισμόν (πρβλ. τη γλώσσα του Ησυχίου «μίνθα
τὸ ἡδύοσμον καί ἀνθρωπεία κόπρος»). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για πελασγικό δάνειο, ενώ κατ' άλλους η λ. έχει ΙΕ ρίζα και συνδέεται ή με σμυρίζω και μύδος «σήψη, υγρασία» (ΙΕ ρίζα smu-) ή με μι(F)αίνω, μι(F)φαρός (ΙΕ ρίζα (s)mi-u-)].
Greek Monotonic
μίνθος: ὁ, ανθρώπινο περίττωμα.
Russian (Dvoretsky)
μίνθος: ἡ бот. мята Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: human ordure (Mnesim. Com.),
Derivatives: -όω stain with h. o. (Ar.), metaph. renounce utterly, abominate (hell., com.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like ὄνθος, σπέλεθος a.o. (Chantraine Form. 369), further unclear. IE etymology (by Persson Stud. 155) referred by Bq; s. also WP. 2, 685. Also μιαρός, μιαίνω have been connected (H. Petersson Heteroklisie 180, Carnoy Ant. class. 24, 20). Perh. Pre-Greek.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
μίνθος: {mínthos}
Grammar: m.
Meaning: Menschenkot (Mnesim. Kom.),
Derivative: -όω mit Kot besudeln (Ar.), übertr. heftig verabscheuen, verachten (hell. Kom. u.a.).
Etymology: Bildung wie ὄνθος, σπέλεθος u.a. (Chantraine Form. 369), sonst dunkel. Idg. Etymologie (von Persson Stud. 155) bei Bq referiert; s. auch WP. 2, 685. Auch μιαρός, μιαίνω sind herangezogen worden (H. Petersson Heteroklisie 180, Carnoy Ant. class. 24, 20 u.a.).
Page 2,242