μύκημα
English (LSJ)
ατος, τό, = μυκηθμός (lowing, bellowing, bleating, rumbling), βοῶν μυκήματα E. Ba. 691, cf. Call. Del. 310, ARh. 1.1269, etc. ; μ. λεαίνας Theoc. 26.21 ; roar of thunder, A. Pr. 1062 (anap.) ; — rare in Prose, of a vase, Arist. Pr. 938a10 ; of the earth, Id. Mu. 396a13, DC. 68.24 ; of winds in a cave, Corn. ND 22.
German (Pape)
[Seite 216] τό, das Gebrüll; μυκήματα βοῶν, Eur. Bacch. 690; auch vom Donner, Aesch. Prom. 1064; sonst nur bei sp. D., wie Maneth. 5, 162, im plur.; auch Luc. Phalar. I, 13.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mugissement.
Étymologie: μυκάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μύκημα: [ῡ], τό, μυκηθμός, «μούγγρισμα», βοῶν μυκήματα Εὐρ. Βάκχ. 691, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 310, κτλ.· μ. λεαίνης Θεόκρ. 26. 21· ὁ κρότος τῆς βροντῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 1062· σπάν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3, π. Κόσμ. 4, 32· ἐπὶ τῆς γῆς, Δίων Κ. 68. 24.
Spanish
Greek Monolingual
μύκημα, τὸ (ΑΜ, Α και μήκωμα) μυκώμαι
μυκηθμός, μουκάνισμα, μούγκρισμα («μόσχου μυκήματι βρύχημα ποιοῦν
τες ὅμοιον», Πλούτ.)
αρχ.
1. ο κρότος της βροντής
2. ισχυρός ήχος («ἄγγελος αὐτῷ οὐρανίης ὀάριζε σοφῷ μυκήματι φωνῆς», Νόνν.).
Greek Monotonic
μύκημα: [ῡ], τό, μούγκρισμα, μουγκανητό, μουγκρητό, λέγεται για βόδια, σε Ευρ.· λέγεται για θηλυκό λιοντάρι, σε Θεόκρ.· το μουγκρητό του κεραυνού, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μύκημα: ατος (ῡ) τό
1) мычание (μυκήματα βοῶν Eur.);
2) рев, рычание (λεαίνης Theocr.);
3) гул, раскаты (βροντῆς Aesch.).
Middle Liddell
μύ¯κημα, ατος, τό,
a lowing, bellowing, roaring, of oxen, Eur.; of a lioness, Theocr.; the roar of thunder, Aesch.