ἀφηνιασμός
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
ὁ, refusal to obey the reins, Ph.1.311 (pl.): metaph., rebellion, ib.171, al.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 de caballos resistencia a las riendas πρὸς σκιρτήσεις ... καὶ τοὺς συνεχεῖς ἀφηνιασμούς εἰσι μάστιγες Ph.1.311, cf. Plu.2.371b, 451d.
2 de pers. rebelión ὁπότε πλείων ἡ πρὸς τὰ ἐκτὸς ῥύμη καὶ φορὰ σὺν ἀφηνιασμῷ γίνοιτο Ph.1.171.
German (Pape)
[Seite 410] ὁ, das Abstreifen des Zügels, Ungehorsam, Plut. Alex. fort. 2, 10.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
rébellion, révolte.
Étymologie: ἀφηνιάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφηνιασμός: ὁ, ἐπανάστασις, Πλούτ. 2. 371Β· ὡσαύτως ἀφηνίᾰσις, ἡ, Βυζ.
Greek Monolingual
ο (Α ἀφηνιασμός)
το να αφηνιάζει ένα άλογο, το να μην πειθαρχεί σε χαλινάρι
αρχ.
η ανταρσία.
Russian (Dvoretsky)
ἀφηνιασμός: ὁ тж. pl. сопротивление, тж. бунт Plut.