ὀβρίκαλα

From LSJ
Revision as of 17:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβρίκᾰλα Medium diacritics: ὀβρίκαλα Low diacritics: οβρίκαλα Capitals: ΟΒΡΙΚΑΛΑ
Transliteration A: obríkala Transliteration B: obrikala Transliteration C: ovrikala Beta Code: o)bri/kala

English (LSJ)

[ῐ], τά, the young of animals, A.Ag.143 (lyr.) :—a form ὄβρια, τά, is cited from A. (Fr.48) and E. (Fr.616) by Ael.NA7.47. (Perh. cf. ὄμβρος (leg. ὄμβριον ?): χοιρίδιον, Hsch. and Arc. slave's name Ὀμβρίας coupled with Χοιροθύων in IG5(2).429.)

German (Pape)

[Seite 289] τά, = Vorigem, φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισιν, Aesch. Ag. 141. – Bei Poll. 5, 15 auch ὀβρίκια.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
c. ὄβρια.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβρίκᾰλα: [ῐ], τά, τὰ νεογνὰ ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 143· ἕτερος τύπος ὄβρια, τά, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 43) καὶ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 619) ὑπὸ τοῦ Αἰλ. π. Ζ. 7. 47.

Greek Monolingual

ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α)
νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ' ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. του πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι). Αν θεωρηθεί αρχικός τ. το ὄβρια, τότε ο τ. ὀβρίχοισι θα έχει σχηματιστεί από τον τ. ὄβρια, με υποκορ. επίθημα -ιχος (πρβλ. ορτάλιχος, κόψιχος), ενώ το επίθημα του τ. ὀβρίκαλαὀβρίκαλοι) θα πρέπει να έχει προέλθει από συμφυρμό επιθημάτων σε -κ- και σε -λ-. Πολλοί θεωρούν ότι η λ. είναι σικελική. Κατ' άλλους, η λ. ὄβρια πρέπει να ενταχθεί σε μία σειρά τ. που δηλώνουν ονόματα μικρών ζώων, όπως δρόσοι, ἕρσαι, ψάκαλα. Κατά την ίδια άποψη, οι εκφραστικοί τ. ὄβρια / ὄβρίκαλα παράγονται από τη λ. ὄμβρος «βροχή» (πρβλ. δρόσος «νερό, σταγόνα βροχής» και «νεογνό ζώου»), με σίγηση του έρρινου -μ- πριν από το χειλικό -π- (πρβλ. Ολυπιόδωρος νύφη)].

Greek Monotonic

ὀβρίκᾰλα: [ῐ], τά, = το προηγ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀβρίκᾰλα: (ῐ) τά детеныши диких зверей, зверята Aesch.