καυστηριάζω
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
καυστήριον, v. καυτ-.
German (Pape)
[Seite 1408] f. L. für καυτηριάζω, wie καυστήριον für καυτήριον.
Greek (Liddell-Scott)
καυστηριάζω: καυστήριον, ἴδε ἐν λέξ. καυτ-.
English (Thayer)
(καυτηριάζω) (καυτήριον (cf. καίω)) a branding-iron); to mark by branding, to brand: (perfect passive participle) κεκαυτηριάσμενοι τήν ἰδίαν συνείδησιν, i. e. κεκαυτηριασμενην ἔχοντες τήν ἰδίαν συνείδησιν (cf. Winer's Grammar, 230 (216)) (cf. ἀκταφθείρω) (branded in their own conscience i. e.) whose souls are branded with the marks of sin, i. e. who carry about with them the perpetual consciousness of sin, R G L, the major edition, see καυστηριάζω; (some (cf. R. V. marginal reading) would give it here the sense of seared, cf. Hippocrates in a medical sense, to cauterize, remove by cautery).)
Greek Monolingual
καυστηριάζω (Α) καυστήρ
δ. γρφ. αντί καυτηριάζω.
Greek Monotonic
καυστηριάζω: καυστήριον, βλ. καυτ-.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καυστηριάζω brandmerken; overdr.: κεκαυτηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν gebrandmerkt in hun geweten NT 1 Tim. 4.2.
Middle Liddell
καυστηριάζω, [v. καυτηριάζω
Chinese
原文音譯:kauthri£zw 考帖里阿索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:燃燒(化)
字義溯源:打烙印,灼燒,用烙鐵打印記,被熱鐵烙;源自(καίω)*=燒)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 被熱鐵烙麻木了(1) 提前4:2