οὐρίζω

From LSJ
Revision as of 15:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρίζω Medium diacritics: οὐρίζω Low diacritics: ουρίζω Capitals: ΟΥΡΙΖΩ
Transliteration A: ourízō Transliteration B: ourizō Transliteration C: ourizo Beta Code: ou)ri/zw

English (LSJ)

Ion. for ὁρίζω.
οὐρίζω, Att. fut. -ιῶ, (οὖρος A) A carry with a fair wind, waft on the way, of words and prayers, A.Ch.317 (lyr.); κατ' ὀρθὸν οὐ. speed on the way, guide prosperously, S.OT695 (lyr.): an acc. αὐτούς may be supplied in A.Pers.602 (but Sch. took it intr. = οὐριοδρομεῖν).

German (Pape)

[Seite 418] (von οὖρος, günstiger Wind), unter günstigen Wind bringen, gew. übertr. zu Glück verhelfen, in eine günstige Lage bringen, beglücken; absolut, τὸν αὐτὸν αἰεὶ δαίμον' οὐριεῖν τύχης, Aesch. Pers. 594, vgl. Ch. 315, τί σοι φάμενος ἢ τί ῥέξας τύχοιμ' ἀνέκαθεν οὐρίσας; von fern her Glück, d. i. Rache und Heil bringend; ὅς τ' ἐμὰν γᾶν φίλαν κατ' ὀρθὸν οὔρισας, Soph. O. R. 696. Vgl. ἐπουρίζειν. ion. = ὁρίζω, gränzen, angränzen, πρός τι, Her. 4, 42; gew. trans., die Gränzen bestimmen, umgränzen, Her. S. ὁρίζω.

French (Bailly abrégé)

1f. att. οὐριῶ;
pousser à l'aide d'un vent favorable ; fig. seconder, faire prospérer.
Étymologie: οὖρος¹.
2ion. c. ὁρίζω.

Russian (Dvoretsky)

οὐρίζω:
I ион. = ὁρίζω.
II (fut. οὐριῶ, aor. οὔρισα) досл. вести под попутным ветром, перен. успешно помогать, счастливо руководить, споспешествовать (ἕκαθεν Aesch.): γᾶν κατ᾽ ὀρθὸν οὐ. Soph. счастливо править страной.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρίζω: Ἰων. ἀντὶ ὁρίζω, θέτω ὅριον, περιορίζω, Ἡρόδ.

Greek Monolingual

(I)
οὐρίζω (Α)
ιων. τ. βλ. ορίζω.
(II)
οὐρίζω) [[[ούρος]] (II)]
πιθ. ταξιδεύω με ούριο άνεμο
αρχ.
1. (σχετικά με λόγια και ευχές) μεταφέρω με ούριο άνεμο («τύχοιμ' ἂν ἕκαθεν οὐρίσας ἔνθα σ' ἔχουσιν εὐναί», Αισχύλ.)
2. οδηγώ κάτι με αίσιο τρόπο («σαλεύουσαν κατ' ὀρθὸν οὔρισας», Σοφ.).

Greek Monotonic

οὐρίζω: (οὖρος Α), Αττ. μέλ. -ιῶ·
I. μεταφέρω με ευνοϊκό άνεμο, λέγεται για λόγια και προσευχές, σε Αισχύλ.· κατ'ὀρθὸν οὐρίζω, επιταχύνω καθ' οδόν, καθοδηγώ με επιτυχία, σε Σοφ.
II. αμτβ., φυσώ, πνέω ευνοϊκά, λέγεται για τον άνεμο, σε Αισχύλ.
οὐρίζω: Ιων. αντί ὁρίζω, θέτω όριο, περιορισμό.

Middle Liddell

[οὖρος1]
I. to carry with a fair wind, to waft on the way, of words and prayers, Aesch.; κατ' ὀρθὸν οὐρ. to speed on the way, guide prosperously, Soph.
II. intr. to blow favourably, Aesch.