καταγώγιον

From LSJ
Revision as of 20:32, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγώγιον Medium diacritics: καταγώγιον Low diacritics: καταγώγιον Capitals: ΚΑΤΑΓΩΓΙΟΝ
Transliteration A: katagṓgion Transliteration B: katagōgion Transliteration C: katagogion Beta Code: katagw/gion

English (LSJ)

τό,
A lodging, inn, resting place, residence Th.3.68, Pl.Phdr.259a, X.Vect.3.12; Μουσῶν καταγώγιον Plu.Luc.42; καταγώγιον ἀσωτίας Id.Eum.13; official residence of a magistrate, Procop.Arc.29, al.; τὸ τῶν δαιμόνων καταγώγιον OGI610.1 (Zorava, vi A. D.):—the form καταγωγεῖον is required by metre in Antiph.53.5, Macho ap.Ath.8.337d.
II extra payment for transport, PEleph.14.11 (iii B. C.),PTeb.35.18 (ii B. C.).
III in plural, τὰ καταγώγια = festival of the return, opp. ἀναγώγια, Ath.9.395a, SIG1109.114 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1344] τό, auch καταγωγεῖον, nach Gaisford's em. Antiphan. bei Stob. fl. 124, 27; vgl. Macho Ath. VIII, 337 d; der Ort zum Einkehren, Herberge, nach VLL. = κατάλυσις, von den Atticisten für att. erkl.; Thuc. 3, 68; Plat. Phaedr. 259 a; Sp.; Plut. Lucull. 42 nennt eine Bibliothek Μουσῶν καταγώγιον; – καταγώγια; τά, Fest der Artemis in Ephesus, Phot.; Ath. IX, 394 f; vgl. Lob. Aglaoph. 177.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de halte, hôtellerie ; séjour, asile.
Étymologie: καταγωγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταγώγιον -ου, τό [κατάγω] rustplaats, herberg:. Μουσῶν κ. herberg van de Muzen (bibliotheek) Plut. Luc. 42.1.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰγώγιον: τό = καταγωγή 2: Μουσῶν κ. Plut. приют Муз, т. е. книгохранилище.

Greek Monotonic

κατᾰγώγιον: τό, μέρος στο οποίο μπορεί κάποιος να καταλύσει, στο οποίο μπορεί να διαμείνει, πανδοχείο, ξενοδοχείο, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰγώγιον: τό, τόπος εἰς ὃν δύναται ὁ ὁδοιπορῶν νὰ καταλύσῃ, κατάλυμα, πανδοκεῖον, Θουκ. 3. 68, Πλάτ. Φαῖδρ. 259Α, Ξεν. Πόροι 3. 12· Μουσῶν κ. Πλουτ. Λούκουλλ. 42· - τὸν τύπον καταγωγεῖον ἀποκατέστησεν ὁ Πόρσων ἐν Ἀντιφάνους «Ἀφροδισίῳ» 2. 5, Μάχωνι παρ’ Ἀθην. 337D. ΙΙ. τὰ καταγώγια, ἑορτή τις ἐν Ἔρυκι τῆς Σικελίας ἐπὶ τῇ ἐπανόδῳ περιστερᾶς ἐκ τοῦ πελάγους, ἀντίθετον τῷ ἀναγώγια, Ἀθήν. 394F, πρβλ. Λοβεκ Ἀγλαόφ. 177.

Middle Liddell

κατᾰγώγιον, ου, τό, [from κατάγω
a place to lodge in, an inn, hotel, Thuc., Xen., etc.