δυσαιανής
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ές, most melancholy, βοά A.Pers.281 (lyr.).
Spanish (DGE)
(δυσαιᾱνής) -ές lúgubre, βοά A.Pers.281.
German (Pape)
[Seite 675] βοά, jammervoll, Aesch. Pers. 273, Schol. δυσθρήνητος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
lamentable.
Étymologie: δυσ-, αἰανής.
Russian (Dvoretsky)
δυσαιᾱνής: полный (страшной) скорби, горестный (βοά Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσαιᾱνής: -ές, παρὰ πολὺ θρηνώδης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 281.
Greek Monolingual
δυσαιανής, -ές (Α)
θρηνώδης, πένθιμος («δυσαιανής βοά»).
Greek Monotonic
δυσαιᾱνής: -ές, υπερβολικά θλιμμένος, μελαγχολικός, πένθιμος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δυσ-αιᾱνής, ές adj
most melancholy, Aesch.