συνεπικραδαίνω

From LSJ
Revision as of 15:59, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπικρᾰδαίνω Medium diacritics: συνεπικραδαίνω Low diacritics: συνεπικραδαίνω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΚΡΑΔΑΙΝΩ
Transliteration A: synepikradaínō Transliteration B: synepikradainō Transliteration C: synepikradaino Beta Code: sunepikradai/nw

English (LSJ)

move backwards and forwards together with, σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα, of dogs near game, X.Cyn.6.16.

French (Bailly abrégé)

secouer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπί, κραδαίνω.

Russian (Dvoretsky)

συνεπικρᾰδαίνω: одновременно трясти, шевелить (σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα ὅλα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικρᾰδαίνω: κινῶ, ἐπισείω πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ ὀπίσω ὁμοῦ μετά τινος, σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα συνεπικραδαίνουσι, ἐπὶ κυνῶν, ὅταν ὦσι περὶ τὸ θήραμα, Ξεν. Κυν. 6, 16.

Greek Monolingual

A
κραδαίνω κάτι από κοινού ή ταυτόχρονα πάνω σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικραδαίνω «επισείω»].

Greek Monotonic

συνεπικρᾰδαίνω: σείω, κινώ προς τα εμπρός και προς τα πίσω μαζί με κάποιον, επισείω μαζί, σε Ξεν.

Middle Liddell


to move backwards and forwards together with, Xen.