αὐτόφυτος

From LSJ
Revision as of 12:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόφῠτος Medium diacritics: αὐτόφυτος Low diacritics: αυτόφυτος Capitals: ΑΥΤΟΦΥΤΟΣ
Transliteration A: autóphytos Transliteration B: autophytos Transliteration C: aftofytos Beta Code: au)to/futos

English (LSJ)

ον, A self-engendered: hence, arising naturally, ἕλκεα Pi.P.3.47, cf. Antipho Trag. ap. Lex.Sabb.; native, ἀρετή D.C.44.37. 2 natural, primitive, ἐργασία Arist.Pol.1256a40.

Spanish (DGE)

(αὐτόφῠτος) -ον
I 1nacido espontáneamente, por sí mismo αὐτοφύτων ἑλκέων úlceras espontáneas Pi.P.3.47, cf. Antipho Trag.5, αὐτοφύτοισιν ... ἀμπέλοισιν Hp.Ep.17
que se regenera espontáneamente del hígado de Prometeo, Nonn.D.2.300
autogenerado de Dios, Nonn.Par.Eu.Io.1.1.
2 innato, natural ἀρετή virtud innata D.C.44.37.2, cf. Nonn.D.4.436.
II productivo por sí mismo αὐ. ἐργασία medio de vida natural Arist.Pol.1256a40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 qui naît de soi-même;
2 qui existe par soi-même, naturel ; inné;
II. qui produit lui-même.
Étymologie: αὐτός, φύω.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόφῠτος:
1) самостоятельно возникающий (ἕλκεα Pind.);
2) непосредственно производящий (ἐργασία Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόφῠτος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ φύς, γεννηθείς, ἕλκεα Πινδ. Π. 3. 83· ἀφ' ἑαυτοῦ ὑπάρχων, Νόνν. Μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. α΄, 3· ἐγγενής, ἔμφυτος, σύμφυτος, ἀρετὴ Δίων Κ. 44. 37. 2) φυσικὸς, αὐτ. ἐργασία = αὐτουργία, ὅ ἐ. γεωργία ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δι’ ἀλλαγῆς πορίζειν τὴν τροφὴν Ἀριστ. Πολ. 1. 8, 8.

English (Slater)

αὐτόφῠτος
1 arising of their own accord, naturally ὅσσοι μόλον αὐτοφύτων ἑλκέων ξυνάονες (P. 3.47)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτόφυτος, -ον)
1. (για φυτά) αυτός που φύτρωσε μόνος του, αυτοφυής
2. φυσικός, απλός, πρωτόγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -φυτος < φύομαι].

Greek Monotonic

αὐτόφῠτος: -ον, 1. γεννημένος αφ' εαυτού, ἕλκεα, σε Πίνδ.
2. φυσικός, αὐτόφυτος ἐργασία = αὐτουργία, δηλ. η γεωργία, σε Αριστ.

Middle Liddell


1. self-caused, ἕλκεα Pind.
2. natural, αὐτ. ἐργασία, = αὐτουργία, i. e. agriculture, Arist.