ἐκριπίζω
ἐφ' ὅσον αὐτοῦ ἡ ὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted
English (LSJ)
A fan the flame, light up, Arist.Mete.346a9: metaph., stir up, rouse, θυμόν Theopomp.Hist.300, Com.Adesp.504; τὸ μάχιμον Plu.Pomp.8:—Pass., τοῖς θυμοῖς Id.Pel.15, cf. Lib.Or.51.125; εἰς πόλεμον J.BJ2.16.3. II blow away, Aristid.Or.26(14).99. III metaph., fling away, cast out, τινὰ ὥσπερ ἀπὸ σφενδόνης Ach.Tat.5.9.
Spanish (DGE)
A tr.
I concr.
1 prender fuego a, encender, inflamar ἀέρα Arist.Mete.346a9, τὴν ὕλην Plu.Oth.10, en v. pas. τοῦ πυρὸς ὑπὸ τοῦ πνεύματος βιαιότερον ἐκριπισθέντος D.S.20.65.
2 aventar humo, fuego οἷον πνεύματος ἐκριπίσαντος Aristid.Or.26.99.
3 exhalar un olor, en v. pas. (τὴν εὐωδίαν) ὥσπερ ἐκριπιζομένην ἐπὶ τὸ ἔξω Nil.in Cant.21.7.
II fig.
1 atizar, enardecer, excitar τὸν θυμόν Theopomp.Hist.328, Lib.Or.51.25, τὸ μάχιμον καὶ θαρραλέον Plu.Pomp.8, en v. pas. εἰς πόλεμον I.BI 2.343, ἐς ὀργήν Aret.SD 1.6.10, φιλοτιμίᾳ ... ἐκριπισθέντες Ael.Fr.125.
2 lanzar, arrojar με ὥσπερ ἀπὸ σφενδόνης Ach.Tat.5.9.
B intr. en v. med., fig. enardecerse, inflamarse τοῖς θυμοῖς Plu.Pel.15, ἐπὶ θέᾳ τῶν ἀγωνιζομένων Pall.V.Chrys.16.103.
German (Pape)
[Seite 778] das Feuer anfachen, entflammen, Arist. Meteorl. 1, 4; übertr., wie unser »anfeuern«, τὸ θαρσαλέον ἤδη σβεννύμενον ὑπὸ γήρως Plut. Pomp. 8; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
souffler le feu, allumer, enflammer.
Étymologie: ἐκ, ῥιπίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκρῑπίζω:
1) раздувать, разжигать Arst.;
2) перен. подогревать, оживлять, возбуждать (τὸ μάχιμον ἤδη σβεννύμενον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκρῑπίζω: μέλλ. -ίσω, φυσῶν ἀνάπτω, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 14· - μεταφ., ἐξάπτω, διεγείρω, Θεοπόμπ. Ἱστ. 239, Πλουτ. Πομπ. 8.
Greek Monolingual
ἐκριπίζω (AM)
1. ανάβω φυσώντας
2. διεγείρω, εξάπτω
3. απομακρύνω με ριπή, με γρήγορη κίνηση
4. μτφ. εκσφενδονίζω, απορρίπτω κάτι.
Greek Monotonic
ἐκρῑπίζω: μέλ. -ίσω, φυσώ ελαφρά τη φωτιά, υποδαυλίζω, διεγείρω, ερεθίζω, σε Πλούτ.