κτεατίζω

From LSJ
Revision as of 19:50, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτεατίζω Medium diacritics: κτεατίζω Low diacritics: κτεατίζω Capitals: ΚΤΕΑΤΙΖΩ
Transliteration A: kteatízō Transliteration B: kteatizō Transliteration C: kteatizo Beta Code: kteati/zw

English (LSJ)

gain, win, δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα Il.16.57; πολλὰ κτεατίσσας Od.2.102, 19.147, cf. Eumel.2, etc.: —Med., get for oneself, acquire, Ep. fut. κτεατίσσομαι Man.6.677, aor. κτεατίσσατο A.R.2.788: pf.Pass. in med. sense, ὅσ' Ἑκηβόλος ἐκτεάτισται h.Merc.522: plpf., ἃ ἐκτεάτιστο Μίδης Call.Aet.3.1.47; τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτός Theoc.17.105.

German (Pape)

[Seite 1518] sich erwerben, verschaffen; δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα Il. 16, 57; πολλὰ κτεατίσσας, der viel erworben hatte, besaß, Od. 2, 102; – auch med., ἐκτεάτισται, hat sich erworben, H. h. 2, 522; Ap. Rh. 2, 788; Maneth. 6, 677. – Davon adj. verb. κτεατιστός, Inscr. 1187 (App. Anth. 299).

French (Bailly abrégé)

acquérir, conquérir, acc.;
Moy. κτεατίζομαι m. sign.
Étymologie: κτέαρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτεατίζω [κτέαρ] praes. alleen med. κτεατίζεται; ep. aor. act. κτεάτισσα, ptc. κτεατίσσας, veroveren, in bezit krijgen:; κούρην δουρὶ ἐμῷ κτεάτισσα het meisje heb ik met mijn eigen speer buit gemaakt Il. 16.57; ook med.: τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτός een ander deel bemachtigt hij (Ptolemaeus) zelf Theocr. Id. 17.105.

Russian (Dvoretsky)

κτεᾰτίζω: (act. только aor. κτεάτισσα, med. praes. и pf.) приобретать, добывать (δουρὶ κούρην Hom.; med. τι HH).

English (Autenrieth)

aor. κτεάτισσα=κτάομαι.

Greek Monolingual

κτεατίζω (Α)
(ενεργ. και μέσ.) αποκτώ, προμηθεύομαι, κερδίζω (α. «κούρην,... δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα», Ομ. Ιλ.
β. «αὖθις ἀπ' ἀλλοτρίων κτεατίσσεται ἄρκιον ὄλβον», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτέαρ, -ατος (τὸ) + -ίζω (πρβλ. κερματίζω, χρηματίζω)].

Greek Monotonic

κτεᾰτίζω: μέλ. -ίσω· Επικ. αορ. αʹ κτεάτισσα (κτάομαιαποκτώ, κερδίζω, κατακτώ, επιτυγχάνω, σε Όμηρ. — Μέσ., με Παθ. παρακ., αποκτώ για τον εαυτό μου, είμαι ιδιοκτήτης, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κτεᾰτίζω: μέλλ. -ίσω, κτῶμαι, κερδίζω, δουρὶ δ᾿ ἐμῷ κτεάτισσα Ἰλ. Π. 57· πολλὰ κτεατίσσας Ὀδ. Β. 102., Τ. 147, κτλ.· ― Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ., ὅσ’ Ἐκηβόλος ἐκτεάτισται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 522· τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτὸς Θεόκρ. 17. 105.

Middle Liddell

κτεᾰτίζω, κτάομαι
to get, gain, win, Hom.:—Mid., with perf. pass., to get for oneself, acquire, Hhymn., Theocr.