σπιλόω

From LSJ
Revision as of 14:20, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῐλόω Medium diacritics: σπιλόω Low diacritics: σπιλόω Capitals: ΣΠΙΛΟΩ
Transliteration A: spilóō Transliteration B: spiloō Transliteration C: spiloo Beta Code: spilo/w

English (LSJ)

stain, soil, D.H.9.6, Ep.Jac.3.6; mark, λευκαῖς (with leucodermia) Cat.Cod.Astr.8(4).174:—Pass., εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι, of a painting, LXX Wi.15.4: pf. part. ἐσπιλωμένος = soiled, Ep. Jud. 23, cf. Luc.Am.15: simply, to be marked, Hld.10.15.

German (Pape)

[Seite 921] beflecken, Sp., wie N. T.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tacher, souiller.
Étymologie: σπίλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπιλόω [σπίλος] bevlekken, besmetten.

Russian (Dvoretsky)

σπῐλόω: σπίλος II] досл. покрывать пятнами, перен. осквернять (ὅλον τὸ σῶμα NT): ἐσπιλῶσθαι Luc. быть покрытым пятнами, NT быть оскверненным.

English (Strong)

from σπίλος; to stain or soil (literally or figuratively): defile, spot.

English (Thayer)

σπίλω; perfect passive participle ἐσπιλωμενος; (σπίλος); to defile, spot: τί, Dionysius Halicarnassus, Lucian, Heliodorus; the Sept..)

Greek Monotonic

σπῐλόω: μέλ. -ώσω, κηλιδώνω, στιγματίζω, μολύνω, ρυπαίνω, ντροπιάζω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ. μτχ. παρακ. ἐσπιλωμένος, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σπῐλόω: κηλιδώνω, μολύνω, μιαίνω, ῥυπαίνω, «λερώνω», Διον. Ἁλ. 9, 6, Ἐπιστ. Ἰακώβ. γ΄, 6, Κλήμ. Ἀλ. 295· -Παθ., μετοχ. πρκμ. ἐσπιλωμένος Λουκ. Ἔρωτ. 15, Ἐπιστ. Ἰουδ. κγ΄, πρβλ. ψειλιόω.

Middle Liddell

σπῐλόω, fut. -ώσω [from σπῐ́λος]
to stain, soil, NTest.:—Pass., perf. part. ἐσπιλωμένος NTest.

Chinese

原文音譯:sp⋯low 士披羅哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:污點
字義溯源:玷污,沾污,污損,染污,沾染;源自(σπίλος)*=污穢,瑕疵)。參讀 (κοινόω)同義字
出現次數:總共(2);弗(1);猶(1)
譯字彙編
1) 沾染的(1) 猶1:23;
2) 玷污(1) 弗5:27

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=κηλιδώνω, μολύνω, λερώνω). Ἀπό τό οὐσ. σπίλος (=λέρα).
Παράγωγα: ἄσπιλος (=ἀμόλυντος), σπιλώδης, σπίλωμα (=λέρα), σπιλωτός.