ὄφλημα

From LSJ
Revision as of 19:07, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄφλημα Medium diacritics: ὄφλημα Low diacritics: όφλημα Capitals: ΟΦΛΗΜΑ
Transliteration A: óphlēma Transliteration B: ophlēma Transliteration C: oflima Beta Code: o)/flhma

English (LSJ)

ατος, τό, (ὀφλεῖν) fine incurred in a lawsuit, judgement-debt, D. 21.99, etc.; ὀφλήματα εἰσπράττειν Is.11.43; ἐκτεῖσαι Arist.Ath.63.3, cf. D.39.15, D.S.16.23, etc.; debt in general, POxy.237iv 18(ii A. D.), Luc.Herm.80, etc.; ὥσπερ ὄ. κληρονομίας Hdn.5.1.6.

German (Pape)

[Seite 426] τό, Schuld; ἐξ ἐράνων, Isae. 11, 43; τὰ όφλήματα πόλεως, Dem. 25, 18; ὀφλήματος ἐγγυητὰς καταστῆσαι, 26, 39, im Gesetz; bes. in einem Proceß verwirkte Geldstrafe, ἐκτῖσαι, 59, 7; Luc. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ήματος (τό) :
1 dette;
2 amende.
Étymologie: ὀφλισκάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὄφλημα: ατος τό
1 долг, задолженность Dem., Isae., Luc.;
2 юр. возложенный по суду денежный штраф, пеня Dem., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ὄφλημα: τό, (ὀφλεῖν) πρόστιμον ἐπιβληθὲν κατὰ τὴν δίκη, Δημ. 546, 28, κτλ.· ὀφλήματα εἰσπράττειν Ἰσαῖ. 88. 28· ἐκτίνειν Δημ. 998. 25, κλ.· - χρέος, ἀπαιτῶν γὰρ παρά τινος τῶν μαθητῶν τὸν μισθὸν ἠγανάκτει, λέγων ὑπερήμερον εἶναι καὶ ἐκπρόθεσμον τὸ ὄφλημα Λουκ. Ἑρμότ. 80, κτλ. - Καθ’Ἡσύχ.: «ὄφλημα· χρώστημα».

Greek Monotonic

ὄφλημα: -ατος, τό, πρόστιμο που επιβλήθηκε σε δίκη, σε Δημ.

Middle Liddell

ὄφλημα, ατος, τό,
a fine incurred in a lawsuit, Dem. [from ὀφλισκάνω

Mantoulidis Etymological

(=χρέος, πρόστιμο). Ἀπό τό ὀφλεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β´ τοῦ ὀφλισκάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.