τρικάρηνος

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐκᾰ́ρηνος Medium diacritics: τρικάρηνος Low diacritics: τρικάρηνος Capitals: ΤΡΙΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: trikárēnos Transliteration B: trikarēnos Transliteration C: trikarinos Beta Code: trika/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. τρικάρανος, ον, poet. for τρικέφαλος, three-headed, Πτωΐου κευθμών Pi.Fr.101 (codd. Str., τρικαράνου Bgk.), cf. Coluth.14, etc.; τρικάρηνος ὄφις Hdt.9.81.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois têtes.
Étymologie: τρεῖς, κάρηνον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρικάρηνος -ον [τρι -, κάρηνον] driehoofdig, met drie koppen.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκάρηνος: дор. τρικάρᾱνος 2 трехглавый (Γηρουνεύς Hes.; ὄφις Her.).

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τρικάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει τρεις κεφαλές ή κορυφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. δı-κάρηνος].

Greek Monotonic

τρῐκάρηνος: [ᾰ], -ον (κάρηνον), αυτός που έχει τρία κεφάλια, σε Ησίοδ., Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκάρηνος: [ᾱ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τρικέφαλος, ὁ ἔχων τρεῖς κεφαλάς, Γηρυονεὺς Ἡσ. Θ. 287 Πτώϊον Πινδ. Ἀποσπ. 70, κλπ.· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ., τρ. ὄφις 9. 81.

Middle Liddell

τρῐ-κᾰ́ρηνος, ον, κάρηνον
three-headed, Hes., Hdt.

German (Pape)

poet. statt τρικέφαλος, dreihäuptig; Hes. Th. 287; Pind. frg. 70; θήρ, Eur. Herc.Fur. 611; Her. 9.81; Sp., wie Coluth. 14, Luc. Philopatr. 1.

Translations

Czech: trojhlavý, tříhlavý; Danish: trehovedet; Dutch: driekoppig; Finnish: kolmipäinen; German: dreiköpfig; Hungarian: háromfejű; Icelandic: þríhöfða, þríhöfðaður; Latin: triceps; Polish: trójgłowy, trzygłowy; Russian: трёхголовый; Serbo-Croatian:; Cyrillic: тро̀глав; Roman: tròglav; Spanish: tricéfalo; Swedish: trehövdad