ἄκρυπτος
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ον, unhidden, E.Andr.834, Aen.Tact.39.6. Adv. -τως Phryn.PSp.11 B.
Spanish (DGE)
-ον
1 no tapado, no escondido, al descubierto παλαίσματα A.Supp.296, βρόχος Aen.Tact.39.6, cf. E.Andr.834.
2 adv. -ως no celadamente Phryn.PS 11.
German (Pape)
[Seite 85] unverdeckt, neben δῆλος Eur. Andr. 836.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non caché.
Étymologie: ἀ, κρυπτός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄκρυπτος -ον [ἀ-, κρύπτω niet verborgen, onbedekt.
Russian (Dvoretsky)
ἄκρυπτος: нескрытый, нескрываемый: τί δέ με δεῖ καλύπτει ἄκρυπτα; Eur. к чему мне скрывать то, что не может быть сокрыто?
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκρυμμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 836. -Ἐπίρρ. -τως, Α. Β. 8.
Greek Monolingual
και -φτος, -η, -ο (Α ἄκρυπτος, -ον)
αυτός που δεν τον έκρυψαν, ο φανερός
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί μυστικός, να κρυφτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. - + κρυπτὸς < κρύπτω.
Greek Monotonic
ἄκρυπτος: -ον (κρύπτω), αυτός που δεν έχει κρυφτεί, σε Ευρ.
Middle Liddell
κρύπτω
unhidden, Eur.