παιδοφόνος

From LSJ
Revision as of 21:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοφόνος Medium diacritics: παιδοφόνος Low diacritics: παιδοφόνος Capitals: ΠΑΙΔΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: paidophónos Transliteration B: paidophonos Transliteration C: paidofonos Beta Code: paidofo/nos

English (LSJ)

ον, killing children, ἀνήρ the slayer of my children, Il.24.506, cf. Porph.Abst.3.19; λέαινα E.Med.1407 (anap.); συμφορὴ π. the accident or calamity of having killed a son, Hdt.7.190; π. αἷμα the blood of slain children, E.HF1201 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 442] Kinder, Knaben tödtend; ἀνήρ, Il. 24, 506; συμφορή, Her. 7, 190; λέαινα, Eur. Med. 1407; auch αἷμα παιδοφόνον, Kindermord, Herc. Fur. 1201; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des enfants.
Étymologie: παῖς, πεφνεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδοφόνος -ον [παῖς, φόνος] kinderen dodend.

Russian (Dvoretsky)

παιδοφόνος: связанный с убийством детей, детоубийственный: ἀνὴρ π. Hom. детоубийца, т. е. Ахилл, (убивший сына Приама); αἷμα παιδοφόνον Eur. детоубийство; π. λέαινα Eur. убивающая собственных детей львица, т. е. Медея; π. συμφορή Her. трагическая гибель детей.

English (Autenrieth)

slayer of one's children, Il. 24.506†.

Greek Monolingual

-ο (Α παιδοφόνος, -ον)
αυτός που φονεύει παιδιά, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -φόνος (< φόνος < θείνω «φονεύω»), πρβλ. ανδροφόνος].

Greek Monotonic

παιδοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει παιδιά, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· παιδοφόνος συμφορή, το δυστύχημα ή η συμφορά του να έχει κάποιος σκοτώσει παιδί, σε Ηρόδ.· παιδοφόνον αἷμα, το αίμα σκοτωμένων παιδιών, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοφόνος: -ον, ὁ φονεύων παιδία, ἀνὴρ Ἰλ. Ω. 506· λέαινα Εὐρ. Μήδ. 1407· ἦν γάρ τις καὶ τοῦτον ἄχαρις συμφορὴ λυπεῦσα παιδοφόνος, ἡ συμφορὰ ὅτι ἐφόνευσε τὸν ἑαυτοῦ παῖδα, Ἡρόδ. 7. 190· π. αἷμα, τὸ αἷμα τῶν πεφονευμένων τέκνων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1201.

Middle Liddell

παιδο-φόνος, ον, [*φένω
killing children, Il., Eur.; π. συμφορή the accident or calamity of having killed a son, Hdt.; π. αἷμα the blood of slain children, Eur.