περίσπλαγχνος

From LSJ
Revision as of 14:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίσπλαγχνος Medium diacritics: περίσπλαγχνος Low diacritics: περίσπλαγχνος Capitals: ΠΕΡΙΣΠΛΑΓΧΝΟΣ
Transliteration A: perísplanchnos Transliteration B: perisplanchnos Transliteration C: perisplagchnos Beta Code: peri/splagxnos

English (LSJ)

ον, great-hearted, Theoc.16.56.

German (Pape)

[Seite 592] großherzig, großmüthig, Theocr. 16, 56.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
courageux, magnanime.
Étymologie: περί, σπλάγχνον.

Greek Monolingual

-ον, Α
μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδοςπερίσπλαγχνος Λαέρτης», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. ά-σπλαγχνος].

Greek Monotonic

περίσπλαγχνος: -ον (σπλάγχνον), εξαιρετικά εγκάρδιος, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίσπλαγχνος -ον [περί, σπλάγχνον] grootmoedig.

Russian (Dvoretsky)

περίσπλαγχνος: великодушный, благородный, мужественный Theocr.

Middle Liddell

περί-σπλαγχνος, ον, [σπλάγχον]
great-hearted, Theocr.