λαγῷος
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
α, ον, contr. for λαγώϊος, of the hare, κρέα Ar.Ach.1110; τρίχες Plu.2.138f; τὰ λ. (sc. κρέα) hare's flesh, Hp.Vict.2.46: and generally, dainties, delicacies, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Ar.V.709, cf. Ach. 1006, Pax1196, Telecl.32, Pl.Com.174.10, etc.
German (Pape)
[Seite 5] zsgzgn aus λαγώειος, vom Hafen, τὰ λαγῷα κρέα, Ath. IX, 400 d; gew. ohne Zusatz, Ar. Equ. 1192 u. öfter; Ath. XIV, 641 f u. öfter; = Hasenbraten, wofür nach Moeris λάγεια hellenistische Form ist.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de lièvre.
Étymologie: λαγώς.
Russian (Dvoretsky)
λᾰγῷος: заячий (τρίχες Plut.): τὰ λαγῷα (sc. κρέα) Arph. заячье мясо; ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Arph. питаться (досл. жить) одним лишь заячьим мясом, т. е. изысканной пищей.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγῷος: -α, -ον, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ λαγώιος, ἀνήκων εἰς τὸν λαγόν, τοῦ λαγοῦ, κρέα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1110· τρίχες Πλούτ. 2. 138F· - τὰ λαγῷα (δηλ. κρέα), κρέας λαγοῦ καὶ καθόλου λιχνεύματα, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Ἀριστοφ. Σφ. 709, πρβλ. Ἀχ. 1006, Εἰρ. 1195· χαίρω λαγῴοις Τηλεκλείδης ἐν «Στερροῖς» 2, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 10, κτλ.
Greek Monolingual
λαγῷος, -α, -ον (Α) λαγώς
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαγῷα
οι μεζέδες, τα λιχνεύματα.
Greek Monotonic
λᾰγῷος: -α, -ον, συνηρ. αντί λαγῴϊος, αυτός που ανήκει στο λαγό, σε Αριστοφ.· τὰλαγῷα (ενν. κρέα), κρέας του λαγού, και γενικά, νοστιμιές, λιχουδιές, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις, στον ίδ.
Middle Liddell
λᾰγῷος, η, ον [contr. for λαγώιος]
of the hare, Ar.:— τὰ λαγῷα (sc. κρέἀ, hare's flesh, and, generally, dainties, delicacies, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Ar. [from λᾰγῶς]