ἀπανύω
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
[ῠ], finish entirely, νῆες ἀπήνυσαν οἴκαδε (sc. ὁδόν) the ships performed the voyage home, Od.7.326:—Pass., Q.S.5.1.
Spanish (DGE)
(ἀπᾰνύω) 1 llegar (νῆες) ἀπήνυσαν οἴκαδ' Od.7.326, μηδὲν ἔξω τοῦ δρόμου βάντες ἀπήνυσαν Aristid.Or.34.24.
2 llevar a término en v. pas. ἀπηνύσθησαν ἄεθλοι Q.S.5.1.
German (Pape)
[Seite 279] (s. ἀνύω), ganz vollenden; ἀπήνυσαν οἴκαδε, sc. ὁδόν, sie kamen zurück, Od. 7, 326, v.l. ἀπήγαγον, s. Scholl.; ἄεθλοι ἀπηνύσθησαν Qu. Sm. 5, 1.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀπήνυσα, ao. Pass. ἀπηνύσθην;
achever (s.e. ὁδόν) un voyage, arriver au terme.
Étymologie: ἀπό, ἀνύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπανύω: (sc. ὁδόν) заканчивать путь: νῆες ἀπήνυσαν οἴκαδε Hom. корабли прибыли домой.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανύω: μέλλ. -ύσω [ῠ]: τελειώνω ἐντελῶς, τελῶ, νῆες ἀπήνυσαν οἴκαδε (ἐνν. ὁδόν), τὰ πλοῖα ἐτέλεσαν τὸν πρὸς τὴν πατρίδα πλοῦν, Ὀδ. Ἠλ. 326: - Παθ., Κόϊντ. Σμ. 5. 1.
English (Autenrieth)
only aor. ἀπήνυσαν οἴκαδ' ὀπίσσω, accomplished the journey home again, Od. 7.326†.
Greek Monolingual
ἀπανύω (Α)
φέρω σε πέρας, εκτελώ.
Greek Monotonic
ἀπανύω: μέλ. -ύσω [ῠ], φέρω εντελώς εις πέρας, επιτελώ, ολοκληρώνω· νῆεςἀπήνυσαν (ενν. ὁδόν), τα πλοία ολοκλήρωσαν τον πλου τους, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
to finish entirely, νῆες ἀπήνυσαν (sc. ὁδόν) the ships performed the voyage, Od.