αὐτόνομος

From LSJ
Revision as of 12:30, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόνομος Medium diacritics: αὐτόνομος Low diacritics: αυτόνομος Capitals: ΑΥΤΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: autónomos Transliteration B: autonomos Transliteration C: aftonomos Beta Code: au)to/nomos

English (LSJ)

ον,
A living under one's own laws, independent, of persons and states, Hdt.1.96, 8.140.ά, Cratin. 15 D., etc.; freq. in Th., ααὐτόνομος ἐπὶ σφῶν αὐτῶν οἰκεῖν Id.2.63; ἀφιέναι αὐ. τινα Id.1.139; αὐ. ποιεῖν τινα Id.5.33; αὐ. ἀπό τινος X.HG 5.1.36, cf. Lac.3.1; πόλις… ἐλευθέρα καὶ αὐτόνομος IG3.481, al.; αὐτόνομος πολιτεία Plu.Rom.27.
2 generally, of one's own free will, ἀλλ' αὐ.… Ἀΐδην καταβήσει S.Ant.821 (lyr.).
3 of animals, feeding and ranging at will, AP7.8 (Antip. Sid.).

Spanish (DGE)

-ον
1 que se rige por sus propias leyes, independiente, autónomo, αὐτόνομος ζῶσα μόνη δὴ θνατῶν Ἀΐδαν καταβήσει S.Ant.821, muy frec. en usos pred., de ciudades y pueblos, Hdt.1.96, 1.144, Th.1.67, 97, 113, 2.16, Hp.Aër.16, 25, op. ἐλεύθερος IG 22.43.10 (IV a.C.), Plb.4.27.5, IG 22.3301.5 (II d.C.).
2 de ganado que pace en libertad, AP 7.8 (Antip.Sid.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se régit par ses propres lois, indépendant, autonome en parl. d'États et de personnes;
2 qui agit de soi-même, volontairement ou spontanément.
Étymologie: αὐτός, νέμω.

German (Pape)

nach eigenen Gesetzen, also frei und unabhängig lebend, Her. 8.140.1; ᾍδαν καταβήσει Soph. Ant. 815; Sp.; bes. von Staaten, unabhängig, mit ἐλεύθερος verbunden, öfter Dem.; πόλεις Pol. 4.27; πολιτεία Plut. Rom. 27. – Von Tieren, frei weidend, ἀγέλαι θηρῶν Antip.Sid. 67 (VII.8).

Russian (Dvoretsky)

αὐτόνομος:
1 живущий по собственным законам, автономный, независимый, самостоятельный (ἄνδρες Her.; πόλεις Arst., Polyb.; πολιτεία Plut.);
2 свободный, вольный (Xen.; θηρῶν αὐτόνομοι ἀγέλαι Anth.);
3 добровольный (αὐ. Ἀΐδαν καταβήσει Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόνομος: -ον, ὁ αὐτονομούμενος, ἀνεξάρτητος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τυραννευόμενος, ἐπὶ προσώπων καὶ πόλεων, Ἡρόδ. 1. 96., 8. 140, 1, καὶ συχν. παρὰ Θουκ., π.χ. αὐτ. οἰκεῖν 2. 63· ἀφιέναι αὐτ. τινα 1. 139· αὐτ. ποιεῖν τινα 5. 33· προσέτι, αὐτ. ἀπὸ τινος Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 36· ἡ πόλις… ἐλευθέρα καὶ αὐτ. Συλλ. Ἐπιγρ. 340, κ. ἀλλ. 2) καθόλου, κατ’ ἰδίαν ἐλευθέραν θέλησιν, ἀλλ’ αὐτόνομος, ζῶσα μόνη δὴ θνητῶν Ἀΐδην καταβήσει Σοφ. Ἀντ. 821· πρβλ. Ξεν. Λακ. 3, 1. 3) ἐπὶ θηρίων, ὁ ζῶν καὶ περιφερόμενος ἐν τοῖς δρυμοῖς καὶ τοῖς ὄρεσιν ἐλευθέρως, Ἀνθ. Π. 7. 8. ― Ἐπίρρ. -μως Φωτ. Βιβλ. σ. 205. 31.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτόνομος, -ον)
αυτός (άνθρωπος ή τόπος) που διοικείται από νόμους που έχει θέσει ο ίδιος, αυτοκυβέρνητος, ανεξάρτητος
νεοελλ.
1. αυτοτελής, αυτοδύναμος
2. εκκλ. το αυτόνομον ή «αυτόνομη Εκκλησία» — καθεστώς κάποιας Εκκλησίας, η οποία έχει πλήρη διοικητική ανεξαρτησία στην εκλογή και χειροτονία των αρχιερέων της αλλά η χειροτονία του αρχιεπισκόπου γίνεται ή επικυρώνεται από τον οικείο πατριάρχη
αρχ.
1. αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του θέληση
2. αυτός που τριγυρίζει ελεύθερα στα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -νομος < νέμω (πρβλ. εύνομος, ισόνομος)].

Greek Monotonic

αὐτόνομος: -ον (νέμομαι
1. αυτός που ζει κάτω από τους δικούς του κανόνες, ανεξάρτητος, σε Ηρόδ., Αττ.
2. γενικά, αυτός που προέρχεται από την ελεύθερη θέληση κάποιου, σε Σοφ.
3. λέγεται για ζώα, αυτός που τρέφεται και περιφέρεται κατά βούληση, σε Ανθ.

Middle Liddell

νέμομαι
1. living under one's own laws, independent, Hdt., Attic
2. generally, of one's own free will, Soph.
3. of animals, feeding and ranging at will, Anth.

English (Woodhouse)

free politically

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)