μετακλίνω

From LSJ
Revision as of 11:30, 1 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)")

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακλίνω Medium diacritics: μετακλίνω Low diacritics: μετακλίνω Capitals: ΜΕΤΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: metaklínō Transliteration B: metaklinō Transliteration C: metaklino Beta Code: metakli/nw

English (LSJ)

[ῑ], A shift to the other side, ψυχή, μετάκλινε σεαυτήν Ph. 1.268; τινὰς ἐπὶ τὴν ἀλήθειαν ib.465:—Pass., πολέμοιο μετακλινθέντος Il.11.509; change about, Aret.SD2.1; vary in direction, of muscles, Gal.2.278. II intr., shift, move, Ph.1.299 (s.v.l.); lean, ἐς τὰ δεξιά Philostr.Im.1.28.

German (Pape)

[Seite 148] anderswohin beugen, umbiegen, pass., πολέμοιο μετακλινθέντος, wenn der Kampf sich anderswohin, auf die andere Seite wendete, Il. 11, 509.

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. part. μετακλινθείς;
courber dans un autre sens ; Pass. se tourner autrement, prendre une tournure différente.
Étymologie: μετά, κλίνω.

English (Autenrieth)

only pass. aor. part. πολέμοιο μετακλινθέντος, should the tide of battle turn the other way, Il. 11.509†.

Greek Monolingual

μετακλίνω (Α)
1. (ενεργ. και μέσ.) (κυριολ. και μτφ.) κλίνω, μετακινώ κάποιον ή κάτι προς άλλο μέρος, προς άλλη πλευρά
2. μέσ. μετακλίνομαι
α) κλίνω προς το άλλο μέρος, μεταστρέφομαι
β) μεταβάλλομαι
γ) (για τους μυς) στρέφομαι προς όλες τις κατευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κλίνω «γέρνω κάτι, πλαγιάζω»].