ἀναψυχή
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ἡ, A coolness, Pl.Lg.919a. 2 relief, respite, Id.Smp.176a, PLond. 1.42.19(ii B.C.); κακῶν from misery, E.Supp.615; πόνων Id.Ion 1604. 3 ventilation, Pl.Ti.84d, Arist.Fr.219.
Spanish (DGE)
(ἀναψῠχή) -ῆς, ἡ
1 aireación, respiración Pl.Ti.84d, Arist.Fr.236.
2 frescura, frialdad εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχὼν ἢ πνίγεσιν ἀναψυχήν Pl.Lg.919a
•frescor ἀναψυχὴν ἕλκουσαι παρὰ τῆς δρόσου Philostr.Im.2.1.
3 alivio κακῶν E.Supp.615, πημάτων E.IT 1441b, πόνων E.Io 1604, δέομαι ἀναψυχῆς τινος Pl.Smp.176a, τεύξεσθαί τινος ἀναψυχῆς conseguir un respiro, PLond.42.19 (II a.C.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 216] ἡ, Abkühlung, Plat. Legg. XI, 919 a; daher κακῶν, Erholung, Eur. Suppl. 615; πόνων Ion. 1604; Plat. Conv. 176 a; das Athemschöpfen, Luftholen, Tim. 84 d; Ath. I, 24 e.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 rafraîchissement ; fig. soulagement;
2 action de reprendre son souffle.
Étymologie: ἀναψύχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναψῠχή: ἡ
1 охлаждение, освежение Plat.;
2 отдохновение, отдых Plat.: ἀ. τινος Eur. отдых от или после чего-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναψῠχή: ἡ, τὸ δρόσισμα, Πλάτ. Νόμ. 919Α. 2) ἀπαλλαγή, ἀνακούφισις, ἄνεσις, Πλάτ. Συμπ. 176Α· κακῶν Εὐρ. Ἱκ. 615· πόνων ὁ αὐτ. Ἴων 1604. 3) ἀναπνοή, τὰ οὐ τυγχάνοντα ἀναψυχῆς σήπει Πλάτ. Τίμ. 84D, Ἀθήν. 24Ε.
Greek Monolingual
η (AM ἀναψυχή) αναψύχω
1. ανακούφιση, παρηγοριά
2. ψυχαγωγία
αρχ.
1. δροσιά
2. αερισμός.
Greek Monotonic
ἀναψῠχή: ἡ, δρόσισμα, αναζωογόνηση, αναψυχή· ανακούφιση, επαναφορά, άνεση, απαλλαγή, σε Πλάτ.· από κάτι, με γεν., σε Ευρ.
Middle Liddell
[from ἀναψύχω
a cooling, refreshing: relief, recovery, respite, Plat.: from a thing, c. gen., Eur.