τριχάλεπτος
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
[ᾰ], ον, thrice-jealous, Νέμεσις (with pun on θρίξ, λεπτός) AP12.229 (Strat.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très irascible.
Étymologie: τρίς, χαλέπτω.
German (Pape)
sehr schwer, sehr zornig, δαίμων, von der Nemesis, Strat. 71 (XII.229).
Russian (Dvoretsky)
τρῐχάλεπτος: (ᾰ) трижды, т. е. чрезвычайно злобный (δαίμων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχάλεπτος: -ον, λίαν χαλεπός, λίαν ὀργίλος, τριχάλεπτος δαίμων Ἀνθ. Παλατ. 12. 229.
Greek Monolingual
-ον, Α
οργίλος («τριχάλεπτος δαίμων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χαλεπός, με λογοπαίγνιο προς το θρίξ, τριχός + λεπτός.
Greek Monotonic
τρῐχάλεπτος: -ον (χᾰλέπτω), πολύ οργισμένος, σε Ανθ.