ἀκατάληπτος

From LSJ
Revision as of 18:47, 5 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάληπτος Medium diacritics: ἀκατάληπτος Low diacritics: ακατάληπτος Capitals: ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: akatálēptos Transliteration B: akatalēptos Transliteration C: akataliptos Beta Code: a)kata/lhptos

English (LSJ)

ον,
A that cannot be reached or that cannot be touched, Arist.Pr.921b23; τί ἐστι φίλος; ἄνθρωπος ἀκατάληπτος Secund.Sent.11. Adv. ἀκαταλήπτως Sch.Il.17.75.
II not to be conquered, J.BJ3.7.7; defying suppression, τὸ ἀκατάληπτον τῆς γοητείας Vett. Val.238.25.
2 Philos., incomprehensible, Phld.Acad.Ind.p.91 M., M.Ant.7.54, S.E.M.7.432; that cannot be grasped, πλῆθος, of the stars, Chrysipp.Stoic.2.168.
3 not comprehending or not attaining conviction, φαντασία (opp. καταληπτική, q.v.) Chrysipp.Stoic.2.40, al.: c. gen., ἀκατάληπτος τῶν ὁμοειδῶν Phld.Herc.1457.12. Adv. ἀκαταλήπτως = without understanding, incomprehensibly, ἔχειν περί τινος Ph.1.78; prob. l. in Arr.Epict.2.23.46:—hence ἀκαταληψία, ἡ, inability to comprehend or inability to attain conviction, Sceptic term, attrib. to Stoics by Galen, Stoic.1.17, but to Arcesilaus by Cic.Att. 13.19.3, Numen. ap. Eus.PE14.7, S.E.P.1.1.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀκατάλημπτος Diog.Oen.5.1.7, Melit.Pasch.105
I 1inasible, inalcanzableἔλαφος Aesop.76.2, τί ἐστι φίλος; ἄνθρωπος ἀκατάληπτος Secund.Sent.11.
2 mús. no tocado, no hecho vibrar ὑπάτη Arist.Pr.921b23.
3 que no puede ser dominado ἀκρώρεια πολεμίοις I.BI 3.159, τὸ ἀκατάληπτον τῆς γοητείας Vett.Val.228.27.
II fil.
1 que no puede ser captado o conocido realmente, incognoscible, inaprensible, incomprensible οὐ ... ἀκα[τάλη] πτα ν[ε] νομικέναι πάντα Phld.Acad.Ind.26.10, τὰ πράγματα Diog.Oen.l.c., de Dios ἀρχὴ ἀνεκδιήγητος καὶ τέλος ἀ. Melit.l.c., de la sabiduría divina 1Ep.Clem.33.3
inabarcable de las estrellas πλῆθος Chrysipp.Stoic.2.168.
2 fil. estoica incapaz de conocimiento real, no comprensivo ἀκατάληπτος φαντασία op. καταληπτικὴ φαντασία Chrysipp.Stoic.2.40, D.L.7.46, cf. M.Ant.7.54, Plu.2.1056f
neutr. plu. subst. Plb.12.26c.2
c. gen. ἀ. τῶν ὁμοειδῶν Phld.Vit.12.15B.
III adv. ἀκαταλήπτως
1 inalcanzablemente, inasiblemente Sch.Bek.Il.17.75.
2 incomprensiblemente ἀκαταλήπτως ἔχειν περὶ οὗ νῦν ἐστιν ὁ λόγος Ph.1.78.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incompréhensible.
Étymologie: , καταλαμβάνω.

German (Pape)

1 nicht einzunehmen, Jos.
2 nicht ergriffen, Arist. Probl. 19.42; gew. unbegreiflich, von den Skeptikern bes. gebrauchtes Wort, Cic. Acad. II.9.18; Plut. de stoic. rep. g. E.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάληπτος:
1 незатронутый, незадетый (ὑπάτη Arst.);
2 непостижимый, непонятный Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάληπτος: -ον, ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταληφθῇ ἢ ἐγγιχθῇ, Ἀριστ. Προβλ. 19. 42: μὴ κρατούμενος στερεῶς, Μ. Ἀντων. 7. 54. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 75. ΙΙ. ὃν οὐδεὶς δύναται νὰ κυριεύση, Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλεμ. 3. 7. 7. 2) μεταφορ., ἀκατανόητος, λέξις τῶν σκεπτικῶν φιλοσόφων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 22, Πλούτ. 2. 1056F, Κικ. Ἀκαδ. 2. 9. 18: - ἐντεῦθεν ἀκαταληψία, ἡ, τὸ ἀκατάληπτον τῶν πραγμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 1, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 19. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάληπτος, -ον)
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, να κατανοήσει, ο ακατανόητος ή ο πολύ δυσνόητος
αρχ.
1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξουσιάσει, να τον κυριέψει
2. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει, άπιαστος
3. αυτός που είναι αδύνατον να γνωσθεί με βεβαιότητα (φιλοσ. όρος των Σκεπτικών)
4. εκείνος που έχει αβεβαιότητα για τη σύλληψη μιας έννοιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καταληπτὸς < καταλαμβάνω.
ΠΑΡ. ακαταληψία
αρχ.
ἀκαταληπτῶ].

Translations

unreachable

Bulgarian: недостижим; Catalan: inabastable; Chinese Mandarin: 遥不可及的, 不可及; Finnish: saavuttamaton; German: unerreichbar; Greek: άφταστος, άφθαστος; Ancient Greek: ἀκατάληπτος, ἀκατόρθωτος, ἀκίχητος, ἀνάλωτος, ἀνέφεδρος, ἀπρόσικτος, ἀπρόσιτος, ἀπροτίμαστος; Hungarian: elérhetetlen; Italian: irraggiungibile; Maori: aweawe; Russian: недосягаемый, недостижимый; Spanish: inalcanzable; Swedish: oåtkomlig, onåbar; Turkish: ulaşılmaz