ἀχάλινος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
[χᾰ], ον, unbridled, στόματα E.Ba.386 (lyr.), cf. HF382 (lyr.), Ar.Ra.838, Pl.Lg.701c; ἀχάλινα λέγειν APl.4.223; ἀ. ὑπ' ἀργύρου, i.e. uncorrupted by bribes, IG9(1).270 (Atalante): neuter plural as adverb, E.HF l.c.
Spanish (DGE)
-ον
1 desbocado, desenfrenado ταῦρος Nonn.D.28.14, neutr. plu. como adv. ἀχάλιν' ἐθόαζον de los caballos de Diomedes, E.HF 383
•fig. desenfrenado, irrespetuoso στόμα(τα) E.Ba.386, Ar.Ra.838, Lyr.Adesp.119.17, Pl.Lg.701c, cf. Heraclit.All.78, λόγοι Ael.Fr.228, ἀναιδείη Opp.H.5.368
•neutr. como adv. ἀχάλινα λέγειν AP 16.223.
2 fig. que no se deja dominar ὑπ' ἀργύρου IG 9(1).270.7 (Opunte III a.C.).
German (Pape)
[Seite 417] zügellos, ἵππος Eur. Herc. f. 383; Plut. Aem. P. 18; übertr., frech, στόμα Plat. Legg. III, 701 c; Eur. Bacch. 385; ἀχάλινα λέγειν Ep. ad. 255 (Plan. 223).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans frein.
Étymologie: ἀ, χαλινός.
Russian (Dvoretsky)
ἀχάλῑνος: (χᾰ) досл. невзнузданный (ἵππος Eur., Plut.); перен. разнузданный (στόμα Eur., Arph., Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀχάλῑνος: -ον, ἄνευ χαλινοῦ, στόμα Εὐρ. Βάκχ. 385, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 383, Ἀριστοφ. Βάτρ. 838, Πλάτ. Νόμ. 701C· ἀχ. ὑπ' ἀργύρου, ὅ ἐ. ὁ μὴ διαφθαρεὶς διὰ δώρων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 855. 7. ― Ἐπίρρ. -νως Κύριλλ.
Greek Monolingual
ἀχάλινος, -ον (Α) χαλινός
1. ο χωρίς χαλινάρι, ο ανεξέλεγκτος
α) «ἀχάλινα στόματα»
β) «ἀχάλινα λέγειν» — το να μιλάει κανείς άκριτα, ανεξέλεγκτα)
2. αδωροδόκητος, αδιάφθορος.
Greek Monotonic
ἀχάλῑνος: -ον, αυτός που δεν έχει χαλινάρι, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
unbridled, Eur., Ar., etc.