ἄλπνιστος

From LSJ
Revision as of 18:48, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλπνιστος Medium diacritics: ἄλπνιστος Low diacritics: άλπνιστος Capitals: ΑΛΠΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: álpnistos Transliteration B: alpnistos Transliteration C: alpnistos Beta Code: a)/lpnistos

English (LSJ)

η, ον, Sup. of ἄλπνος (only in compd. ἔπαλπνος, q.v.), sweetest, loveliest, Pi.I.5(4).12; cf. ἀλπαλέον (cod. -αῖον) · ἀγαπητόν, Hsch. (Cf. ἔλπω (ϝέλπω), Lat. volup.)

Spanish (DGE)

-η, -ον
sup. agradabilísimo, sublime ζωᾶς ἄωτον ... τὸν ἄλπνιστον Pi.I.5.12.
• Etimología: De Ϝαλπ-, grado ø de *Ϝελπ-, cf. ἔλπω, ἐλπίς, q.u.

German (Pape)

[Seite 109] superl. von ἄλπνος (das nur in der Zusammensetzung ἔπαλπνος vorkommt), ζωᾶς ἄωτον Pind. I. 4, 14, süß, lieblich (die Ableitung ist zw., gew. von ἔλπω, ἀλφεῖν, θάλπω).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
très doux.
Étymologie: Sp. d'un adj. inusité ; cf. ἔπαλπνος, ἔλπω.

Russian (Dvoretsky)

ἄλπνιστος: нежнейший (ζωᾶς ἄωτος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄλπνιστος: -η, -ον, ὑπερθ. τοῦ ἄλπνος, (ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἔπαλπνος, ὃ ἴδε) = ἥδιστος, γλυκύτατος, φίλτατος, Πινδ. Ι. 5. 14: Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἀλπαλέον, (χειρόγρ. -αῖον), ἀγαπητόν· ἐκ τοῦ ἔλπω (Fέλπω) Λατ. volup.

English (Slater)

ἄλπνιστος sweetest (v. Wackernagel, Kl. Schr. 831) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον (Σγρ.: ἀνέλπιστον codd. et lex.: ἄλπιστον Calliergus: τὸν ἥδιστον καὶ προσηνέστατον. Σ.) (I. 5.12)

Greek Monolingual

ἄλπνιστος, -η, -ον (Α) (υπερθ. του επιθ. ἄλπνος που απαντά μόνο ως σύνθετο, πρβλ. ἔπαλ-πνος)
γλυκύτατος, φίλτατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἄλπνιστος (σύμφωνα με άλλη άποψη ἄλπιστος, χωρίς το πρόσφυμα -ν-) συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα αλπ- < Fαλπ, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας Fελπ- (πρβλ. ἔλπομαι, ἐλπίς)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: See below. (Pi. I. 5 (4), 12)
Other forms: ἔπαλπνος amiable (Pi. P. 8, 84) = ἡδύς, προσηνής (Sch.); ἀλπαλέον ἀγαπητόν H., from which (perhaps) ἁρπαλέος (influenced by ἁρπάζω; the gloss ἁπάλιμα· ἁρπακτά, προσφιλῆ shows the double meaning; cf. also ἁρπαλίζομαι· ἀσμένως δέχομαι H.). Here also the PN Ἀλπονίδης (inscr. Karthaia), Bechtel Namenstudien 5f., from ῎Αλπων.
Dialectal forms: ἄλπαρ inscr. Crete; uncertain.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For ἄλπνιστος Wackernagel KZ 43, 377 reads *ἄλπιστος, a primary superlative formation and attested as PN (A. Pers. 982; but text uncertain). The assumption of an old r/n-stem, once popular, is unnecessary (the Cretan form would point to it). - ἀλπ- as *Ϝαλπ-, zero grade of *Ϝελπ- in ἔλπομαι, ἐλπίς, is doubtful (one expects *Ϝλαπ-).

Middle Liddell

[Sup. adj. ( cf. ἔπαλπνος )]
sweetest, loveliest, Pind.

Frisk Etymology German

ἄλπνιστος: Pi. I. 5 (4), 12;
{álpnistos}
Forms: ἔπαλπνος Pi. P. 8, 84 = ἡδύς, προσηνής (Sch.); ἀλπαλέον· ἀγαπητόν H., woraus ἁρπαλέος durch Dissimilation entstanden sein kann, vgl. ἁρπάζω. Hierher auch nach Bechtel Namenstudien 5f. der Name Ἀλπονίδης (Inschr. Karthaia).
Etymology: Statt ἄλπνιστος will Wackernagel KZ 43, 377 mit guten Gründen *ἄλπιστος lesen, das somit eine regelrechte, auf der Schwundstufe (vgl. unten) gebaute primäre Superlativbildung wäre und tatsächlich als Eigenname überliefert ist (A. Pers. 982; Text allerdings lückenhaft). Als Hinterglied enthält ἔπαλπνος einen r-n-Stamm *ἄλπαρ, ἀλπν-, woneben ἀλπαλέος wie πιαλέος neben πῖαρ, πίων (vgl. *Ἄλπων in Ἀλπονίδης). Vgl. Benveniste Origines 15; ungenügend Bechtel l. c. und Strömberg Greek Prefix Studies 94f. S. auch Seiler Steigerungsformen 79f. ἀλπ- aus *ϝαλπ- gilt als Schwundstufe von *ϝελπ- in ἔλπομαι, ἐλπίς, s. d.
Page 1,78