ἀγρυπνία
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
Ion. ἀγρυπνίη, ἡ, A sleeplessness, wakefulness, Hp.Aph.2.3, al., Pl.Cri.43b, etc.; in plural, Hp.Acut.42; ἀγρυπνίησιν εἴχετο Hdt.3.129, cf. IG4.952.50 (Epid.), Ar.Lys.27, Pl.R.460d. II time of watching, Pl.Ax.368b; οἱ τῆς ἀ. ἄρχοντες Just.Nov.13Pr. III of poetry, product of sleepless nights, Call.Epigr.29.4. [ι- in Opp.C. 3.511.]
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀγρυπνίη, -ης
I 1hecho de estar despierto, vigilia, vela ἐν ἀγρυπνίᾳ καὶ λύπῃ εἶναι Pl.Cri.43b, πονουμένων ἐκ νυκτὸς εἰς νύκτα ... πᾶσαν ἀγρυπνίαν ἀναπιμπλάντων ὀλοφυρμοῦ Pl.Ax.368b, cf. PSI 1128.20 (III d.C.)
•en plu. noches en vela ἀπόλλυμαι ταῖς ἀγρυπνίαις Ar.Lys.761, cf. 27
•fig. Ἀρήτου σύμβολον ἀγρυπνίης Call.Epigr.27.4.
2 insomnio, falta de sueño ἀ. ἰσχυρή Hp.Acut.49, ἡ μὲν ἀκρασία οὐκ ἐῶσα καρτερεῖν οὔτε λιμὸν ... οὔτε ἀγρυπνίαν X.Mem.4.5.9, διὰ τὸ μεταβάλλειν ἡ ἀ. Arist.Pr.917a39, κακοπαθεῖν διὰ τὴν ἀγρυπνίαν Plb.3.79.8, ἀγρυπνίαν ὁ θόρυβος αὐτῶν ἐνεπόει γάρ μοι τινά Men.Sam.43, ἆρ' ἐστὶ πάντων ἀ. λαλίστατον· Men.Fr.129, ἀγρυπνίαν παύει Gp.12.17.15
•tb. en plu., Hp.Acut.42, ἀγρυπνίῃσι εἴχετο Hdt.3.129, cf. IG 42.122.50 (Epidauro IV a.C.), Isidorus 1.30, ἀγρυπνίας ... παραδώσουσιν Pl.R.460d.
3 crist. vigilia religiosa Marc.Diac.V.Porph.7
•como ejercicio ascético, Pall.H.Laus.43.1
•oficio nocturno monástico, Dor.Ab.Doct.99 (p.326).
II 1motivo de desvelo, preocupación que no deja dormir διὰ φόβου καὶ ἀγρυπνίας BGU 1764.9 (I a.C.), θυγάτηρ πατρὶ ἀπόκρυφος ἀγρυπνία LXX Si.42.9, cf. Ep.Barn.21.7
•viva atención ἐπ' ἀγρυπνίας ἐργαζόμεθα PFlor.295.3 (VI d.C.), cf. PMasp.32.35 (VI d.C.).
2 vigilancia, alerta οἱ τῆς ἀγρυπνίας ἄρχοντες Iust.Nou.13 proem.
German (Pape)
[Seite 24] ἡ, Schlaflosigkeit, Plat. Crit. 43 b Ax. 368 b; auch plur., Her. 129. Das Wachbleiben, Rep. V, 460 d; gew. mit λύπη, φροντίς, ταλαιπωρίαι ( Isocr. im plur. 19, 28) verb. [Opp. Cyn. 3, 511 braucht penultima lang.]
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
insomnie, veille.
Étymologie: ἄγρυπνος.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρυπνία: ион. ἀγρυπνίη ἡ тж. pl. бодрствование, бессонница Isocr., Xen.: ἀγρυπνίῃσι ἔχεσθαι Her. и ἐν ἀγρυπνίᾳ εἶναι Plat. страдать бессонницей.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρυπνία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀϋπνία, τὸ νὰ ἀγρυπνῇ τις, Ἱππ. Ἀφ. 1244, καὶ ἀλλ., Πλάτ. Κρίτων 43Β· ὡσαύτως κατὰ πληθ., ἀγρυπνίῃσιν εἴχετο, Ἡρόδ. 3. 129, Ἀριστοφ. Λυσ. 27. ΙΙ. καιρὸς ἀγρυπνίας, Ψευδο-Πλάτ. Ἀξ. 368Β. (ῑ παρ’ Ὁππ. Κυν. 3. 511.]
English (Abbott-Smith)
ἀγρυπνία, -ας, ἡ (v. supr.), [in LXX: Si 9, II Mac 2:26 *;]
sleeplessness, watching: II Co 6:5 11:27. (Plat., Hdt.; for exx. in π., v. MM, VGT, s.v.) †
English (Strong)
from ἀγρυπνέω; sleeplessness, i.e. a keeping awake: watch.
English (Thayer)
ἀγρυπνίας, ἡ, sleeplessness, watching: Herodotus down.)
Greek Monotonic
ἀγρυπνία: Ιων. -ίη, ἡ (ἀγρυπνέω), αϋπνία, αγρυπνία, εγρήγορση, επαγρύπνηση, σε Πλάτ.· ἀγρυπνίῃσιν εἴχετο, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἀγρυπνέω
sleeplessness, waking, watching, Plat.; ἀγρυπνίῃσιν εἴχετο Hdt.
Chinese
原文音譯:¢grupn⋯a 阿格而-語普你阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:田野-睡
字義溯源:不眠,不得睡,注意,儆醒(警醒);源自(ἀγρυπνέω)=不眠的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ὕπνος)*=睡)組成。保羅為著關心各地教會,常常不得安睡,和合本將( 林後6:5)這編號譯為:儆醒
出現次數:總共(2);林後(2)
譯字彙編:
1) 不⋯睡(1) 林後6:5;
2) 不得睡(1) 林後11:27