θυσανόεις
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
Ep. θυσσανόεις, εσσα, εν, tasseled, fringed, Hom. (only in Il.), αἰγίδα θυσσανόεσσαν 15.229, 17.593, al.; ἀσπίδα (v.l. αἰγίδα) θ. 21.400.
German (Pape)
[Seite 1228] εσσα, εν, ep. nur θυσσανόεσσα, mit Troddeln u. Quasten versehen, Hom. θυσσανόεσσα αἰγίς Il. 15, 229. 17, 593 u. öfter, ἀσπίς 21, 400.
French (Bailly abrégé)
épq. θυσσανόεις;
όεσσα, όεν;
garni de franges.
Étymologie: θύσανος.
Russian (Dvoretsky)
θῠσᾰνόεις: эп. θυσσᾰνόεις, όεσσα, όεν снабженный кистями или украшенный бахромой (αἰγίς, ἀσπίς Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
θῠσανόεις: Ἐπικ. θυσσανόεις, εσσα, εν, μετὰ θυσάνων, κροσσωτός, Ὅμ. (μόνον ἐν Ἰλ.)· αἰγίδα θυσσανόεσσαν Ο. 229· Ρ. 593, κτλ.· ἀσπίδα θ. Φ. 400.
English (Autenrieth)
εσσα (θύσανος): tasselled, many-tasselled, of the aegis. (Il.)
Greek Monolingual
θυσανόεις και για μετρ. λόγ. θυσσανόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει θυσάνους, αυτός που έχει φούντες, κροσσωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αιματόεις, αστερόεις)].
Greek Monotonic
θῠσανόεις: Επικ. θυσσανόεις, -εσσα, -εν, αυτός που έχει φούντες ή κρόσσια, λέγεται για την αιγίδα, σε Ομήρ. Ιλ.