αὐτεξούσιος

From LSJ
Revision as of 18:32, 20 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτεξούσιος Medium diacritics: αὐτεξούσιος Low diacritics: αυτεξούσιος Capitals: ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: autexoúsios Transliteration B: autexousios Transliteration C: afteksoysios Beta Code: au)tecou/sios

English (LSJ)

ον, in one's own power, free, ποιῶν τὸ αὐ. Chrysipp.Stoic.2.284, cf. Diogenian.Epicur. 3.61, Plot.1.4.8, Iamb.Myst.3.14; of persons, Muson.Fr.12p.66H., Arr.Epict.4.1.62, PLips.29.6(iii A.D.); of captives, freed unconditionally, D.S.14.105; absolute, βασιλεία J.AJ15.7.10; δύναμις Plot.6.8.20; τό αὐτεξούσιον = freedom of choice, Procl. in Alc.p.143C., etc.; αὐτεξούσιος ἀρχή Plot.3.2.10. Adv. αὐτεξουσίως J.BJ5.13.5, Plot.6.8.20, Procl. Theol.Plat. 6.16; cf. αὐτοεξούσιος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1dueño de sí, que tiene libertad de pers. δεσπότης Muson.Fr.12, ἄνθρωπος Arr.Epict.4.1.62, cf. Sm.Ie.34.16, ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι Gr.Nyss.Apoll.207.7, op. ὑπεξούσιος Hippol.Theoph.3
de prisioneros libertado incondicionalmente D.S.14.105
de abstr. libre τὸ ἡμᾶς βουληθῆναί τε καὶ μὴ βουληθῆναι ... ἦν αὐτεξούσιον Diogenian.Epicur.3.61, ὅλον οὖν αὐτεξούσιον ἐν αὐτῷ Plot.6.8.20, frec. en lit. crist. χάρις Gr.Nyss.M.44.1189C, ἀπόλυσις Nil.M.79.988B.
2 absoluto βασιλεία I.AI 15.266, δύναμις Plot.6.8.20, ἀρχή Mon.Anc.Gr.3.2, Plot.3.2.10
autónomo, independiente αὐτεξούσιος ... ὁ τοιοῦτος ὢν τρόπος τῆς μαντείας Iambl.Myst.3.14.
3 libertino ἀπαιδευσία Clem.Al.Paed.3.5.31.
II subst. τό αὐτεξούσιον = libertad de elección, libre albredío ποιῶν τὸ αὐ. μετὰ τῆς ἀνάγκης Chrysipp.Stoic.2.284, cf. Procl.in Alc.143, Plot.1.4.8, de los seres celestiales ἐκ τοῦ ἐν αὐτοῖς αὐτεξουσίου Origenes Cels.5.10, del Hijo τῷ ἰδίῳ αὐτεξουσίῳ ... μένει καλός Arius Thal.Fr.9
gener. libertad τὸ αὐ. τῆς προαιρέσεως Gr.Nyss.Or.Catech.21, τὸ αὐ. ἡμῶν Clem.Al.Strom.5.1.3, Chrys.M.63.99.
III adv. αὐτεξουσίως = libremente, con independencia τοῖς πάθεσιν αὐ. χρῆσθαι I.BI 5.556, αὐ. φέρεσθαι Procl.Theol.Plat.6.16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
maître de soi, libre, indépendant ; τὸ αὐτεξούσιον BABR indépendance.
Étymologie: αὐτός, ἐξουσία.

German (Pape)

(ἐξουσία), eigenmächtig, sein eigener Herr, Sp.; καὶ ἐλεύθερος Muson. Stob. 79.51; DS. 14.105; τὸ αὐτ., freie Macht, Herodian. 7.17.3; Jos.

Russian (Dvoretsky)

αὐτεξούσιος: получивший полную свободу (αἰχμάλωτος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτεξούσιος: -ον, αὐτὸς ἑαυτοῦ κύριος, ἐλεύθερος, Ἀρρ. Ἐπίκ. 4. 1, 62· ἐπὶ αἰχμαλώτων, ὁ ἀπολυθεὶς ἂνευ ὃρων, Διόδ. 14. 105· ― τὸ αὐτεξούσιον, μὴ τῷ αὐτεξουσίῳ εἰς δέον κεχρημένων Βαρβ. 49. Ἐπίρρ. -ως Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5. 13, 5.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM αὐτεξούσιος, -ον και -ος, -α, -ον) εξουσία
1. ελεύθερος, ανεξάρτητος, αυτός που δεν υπάγεται στην εξουσία άλλου
2. το ουδ. ως ουσ. ελευθερία εκλογής
νεοελλ.
1. όποιος δεν υπόκειται σε περιορισμό ή απαγόρευση αλλά ασκεί ελεύθερα τα πολιτικά και ατομικά του δικαιώματα
2. κραταιός, ισχυρός
αρχ.-μσν.
επίρρ. αὐτεξουσίως·1. με προσωπική εξουσία, χωρίς τη βοήθεια άλλου
2. αυθαίρετα
μσν.
1. ελεύθερος από πατρική κηδεμονία
2. ηθικά υπεύθυνος, με συναίσθηση των πράξεών του
αρχ.
1. απόλυτοςαὐτεξούσιος βασιλεία, ἀρχή κ.λπ.»)
2. (για ομήρους) αυτός που απολύθηκε άνευ όρων.

Greek Monotonic

αὐτεξούσιος: -ον (ἐξουσία), αυτός που εξουσιάζει τον εαυτό του· τὸ αὐτεξούσιον, ελεύθερη δύναμη, ίδια εξουσία, σε Βάβρ.

Middle Liddell

ἐξουσία
in one's own power; τὸ αὐτεξούσιον free power, Babr.

Léxico de magia

-ον que tiene en sí mismo el poder de Apolo-Helios σὲ καλῶ, τὸν μέγαν ἐν οὐρανῷ, ἀεροειδῆ, αὐτεξούσιον te llamo a ti, el que es grande en el cielo, que eres como el aire, que tienes en ti mismo el poder P II 102

Translations

independent

Albanian: pavarur; Arabic: مُسْتَقِل‎, حُرّ‎; Armenian: անկախ, ինքնուրույն; Azerbaijani: müstəqil; Bashkir: бойондороҡһоҙ; Belarusian: незалежны, самастойны; Bikol Central: talingkas; Bulgarian: независим; Burmese: လွတ်လပ်; Catalan: independent; Chinese Mandarin: 獨立, 独立; Crimean Tatar: mustaqil; Czech: nezávislý; Danish: uafhængig, selvstændig; Dutch: onafhankelijk, zelfstandig; Esperanto: memstara, sendependa; Estonian: sõltumatu, iseseisev; Finnish: riippumaton, itsenäinen, vapaa; French: indépendant; Galician: independente; Georgian: დამოუკიდებელი; German: unabhängig, selbständig; Greek: ανεξάρτητος; Ancient Greek: ἄβλεπτος, ἄδεσμος, ἀκατάτακτος, ἀνεπίτακτος, ἀνυπότακτος, ἀσύζυγος, ἀσύνδετος, ἀσυνδύαστος, αὐθαίρετος, αὐθεντικός, αὐτάρκης, αὐτεξούσιος, αὐτοδέσποτος, αὐτόδικος, αὐτοκράτειρα, αὐτοκρατής, αὐτοκρατορικός, αὐτοκράτωρ, αὐτόνομος, αὐτόστατος, αὐτόστοιχος, αὐτόταγος, αὐτοτελής, ἐλεύθερος, ἐρικτέανος, εὐηφενής, εὐκτέανος, ἐυκτήμων, ἐϋκτήμων, εὔολβος, εὐχρήματος; Hindi: स्वतंत्र; Hungarian: független, önálló; Icelandic: sjálfstæður; Irish: neamhspleách; Italian: indipendente; Japanese: 独立した; Kazakh: тәуелсіз, азат; Khmer: ឯករាជ; Korean: 독립의, 독립적인; Kurdish Central Kurdish: سەربەست‎, سەربەخۆ‎; Northern Kurdish: serbixwe; Kyrgyz: көз каранды эмес; Lao: ອິສະລະ; Latin: independens; Latvian: neatkarīgs; Lithuanian: nepriklausomas; Macedonian: независен; Malay: merdeka, mandiri; Indonesian: merdeka; Malayalam: സ്വതന്ത്ര; Mongolian: бие даасан; Norwegian Bokmål: uavhengig, selvstendig; Occitan: independent; Persian: مستقل‎; Polish: niepodległy, niezależny, niezawisły; Portuguese: independente; Romanian: independent, liber; Russian: независимый, самостоятельный, свободный; Sanskrit: स्वतन्त्र; Scottish Gaelic: neo-eisimeileach; Serbo-Croatian Cyrillic: самосталан, независан, неовисан; Roman: sȁmostālan, nezávisan, nȅovisan; Slovak: nezávislý; Slovene: neodvisen; Sorbian Lower: samostatny; Spanish: independiente; Swedish: självständig, oberoende; Tagalog: malaya; Tajik: мустақил; Thai: อิสระ; Tibetan: རང་བཙན; Turkish: bağımsız; Turkmen: özbaşdak, garaşsyz; Ukrainian: незалежний, самості́йний; Urdu: آزاد‎; Uzbek: mustaqil, ozod; Vietnamese: độc lập