ἐπίχειρα

From LSJ
Revision as of 07:45, 26 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχειρα Medium diacritics: ἐπίχειρα Low diacritics: επίχειρα Capitals: ΕΠΙΧΕΙΡΑ
Transliteration A: epícheira Transliteration B: epicheira Transliteration C: epicheira Beta Code: e)pi/xeira

English (LSJ)

τά, prop. wages of manual labour: hence, wages, pay,
1 of reward, Ar.V.581, Trag.Adesp.116, Theoc.Ep.18.8; ἀρετῆς ἐπίχειρα Pl. R.608c; ironically in D.Ep.3.38, Plb.8.12.5, etc.: rarely in sg., Id.38.3.2.
2 more freq. of punishment, τοιαῦτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης.. τἀπίχειρα γίγνεται A.Pr.321, cf. Antipho 1.20, Arr.Epict.3.24.24, Ph.1.512, etc.; τῆς προπετείας πικρὰ κομίζονται τἀπίχειρα Phld.Ir.p.32 W.; ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσα the wages of the sword, i.e. slaughter by it, S.Ant.820 (lyr.). (sometimes written ἐπιχείρια in codd., vulg. in Hp. Praec.1.)

German (Pape)

[Seite 1003] nur im plur., Lohn, Belohnung, καὶ ἆθλα ἀρετῆς Plat. Rep. X, 608 c; vgl. Ar. Vesp. 581; Theocrit. ep. 16, 8; Babr. 5, 9. – Im schlimmen Sinne, Strafe, τοιαῦτα μέντοι τῆς ἄγαν ὑψηγόρου γλώσσης τἀπίχειρα γίγνεται, das ist der Lohn, Aesch. Prom. 319; οὔτε ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσα, d. i. nicht durchs Schwert getödtet, Soph. Ant. 814; τὰ ἐπίχειρα ἔχει Antiph. 1, 20; τῆς ἀγνοίας κομίζεσθαι Pol. 4, 63, 1; τῆς ῥᾳθυμίας, λιχνείας, Luc. Tim. 4 de merc. cond. 24 u. Sp.

Greek Monolingual

τα (AM ἐπίχειρα, τὰ
Α και ἐπίχειρον, τὸ)
η πληρωμή που λαβαίνει κάποιος για το κακό που έπραξε, ποινή, τιμωρία για κάτι (α. «τα επίχείρα της κακίας του» β. «τοιαῡτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης τἀπίχειρα γίγνεται» γ. «τῆς προπετείας πικρά κομίζονται τἀπίχειρα»)
αρχ.
1. αμοιβή, πληρωμή για χειρωνακτική εργασία
2. ανταμοιβή («ἀρετῆς ἐπίχειρα»)
3. φρ. «ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσα» — αφού πήρε την πληρωμή του σπαθιού, δηλ. αφού σφάχτηκε, Σοφ.)
4. εν. τὸ ἐπίχειρον
ο βραχίονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του μη μαρτυρουμένου επιθ. επί + χειρος (< επί + χειρ)].

Greek Monotonic

ἐπίχειρον: τό (χείρ), μόνο στον πληθ., ἐπίχειρα, τά, μισθοί χειρωνακτικής εργασίας, μόχθου· γενικά, μισθοί, πληρωμή, τιμητική διάκριση, ανταμοιβή, σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης, με αρνητική σημασία, τῆς ὑψηγόρου γλώσσης ἐπ., ανταπόδοση, έπαινος για αλαζονική ομιλία, σε Αισχύλ.· ξιφέων ἐπ., οι αμοιβές του ξίφους, δηλ. σφαγή από αυτό, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχειρα: «τὰ ὑπὲρ τὸν μισθὸν διδόμενα τοῖς χειροτέχναις» Ἡσύχ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίχειρα: τά
1 (выдаваемая на руки) плата, мзда, вознаграждение: ἐ. τινος Arph., Plat., Polyb. награда за что-л.;
2 расплата, возмездие, кара (τινος Aesch., Polyb., Luc.): ξιφέων ἐ. λαχεῖν Soph. пасть от меча.

English (Woodhouse)

penalty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)