ρυμός

From LSJ
Revision as of 14:45, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source

Greek Monolingual

ο / ῥυμός, ΝΜΑ
1. μικρό επίμηκες ξύλο, κάθετο στον άξονα άμαξας, από τις δύο πλευρές του οποίου ζεύονται τα ζώα, τιμόνι
2. το ξύλινο ή μεταλλικό πρόσθιο άκρο του αρότρου στο οποίο προσαρμόζεται ο ζυγός και το οποίο χρησιμεύει για την έλξη του
νεοελλ.
στρ. σιδερένια δοκός, από τις δύο πλευρές της οποίας ζεύονταν τα οπίσθια άλογα της ομοζυγίας του παλαιού πεδινού πυροβολικού
αρχ.
1. ιμάντας με τον οποίο το άλογο σέρνει τήν άμαξα
2. κορμός δέντρου κατάλληλος για κάψιμο, το κούτσουρο
3. η τροχιά διάττοντα αστέρα
4. πιθ. στοίχος, σειρά
5. (κατά το λεξ. Σούδα) (στους Ροδίους) βάρος
6. συνεκδ. ζύγισμα
7. τρείς αστέρες στον αστερισμό της Άρκτου
8. (κατά τον Ησύχ.) «τάξις ἢ έμμέλεια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ ῥῡ- του ἐρύω «σύρω, τραβώ» [βλ. λ. ἐρύω (Ι)] + κατάλ. -μός (πρβλ. θυ-μός, χυ-μός)].

Mantoulidis Etymological

(=τό ξύλο τῆς ἅμαξας ἀπό τό μέσο τοῦ ἄξονα ὡς τό ζυγό καί ἐκτείνεται πρός τά μπρός, τιμόνι). Ἀπό τό ρύω (ἐρύω) πού εἶναι ἐνεργητικό τοῦ ρύομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.